Αυξημένη κατά 40 εκατ. τόνους θα είναι παγκοσμίως η παραγωγή κρέατος σε μια δεκαετία, και θα αγγίξει τα 366 εκατ. τόνους. Συγκεκριμένα, ο κύριος όγκος αυτής της αύξησης (περ. 80%) αποδίδεται στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Αυτήν την εκτίμηση διατυπώνει η Γεωργική Επισκόπηση 2020-2029 που έδωσαν σήμερα στη δημοσιότητα ο ΟΟΣΑ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων (FAO), που κάνει λόγο και για τις άνευ προηγουμένου αβεβαιότητες που έχει εισαγάγει στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων η πανδημία του COVID-19.
Όσον αφορά τον κλάδο κρέατος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, βραχυπρόθεσμα η προσφορά των διαφόρων τύπων κρεάτων συνεχίζει να επηρεάζεται από το ξέσπασμα της αφρικανικής πανώλους των χοίρων στην Ασία, όπως και από τη μείωση του ζωικού κεφαλαίου βοοειδών και προβάτων στην Αυστραλία λόγω των καιρικών συνθηκών. Ωστόσο, μετά το 2021 αυτοί οι παράγοντες θα σταθεροποιηθούν και θα ακολουθήσει σταδιακή ανάκαμψη στην παραγωγή κρέατος.
Πάντως, η Βραζιλία, η Κίνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ αναμένεται ότι θα παράγουν σχεδόν το 60% της παγκόσμιας παραγωγής κρέατος το 2029. Αναλυτικά, η αύξηση στη Βραζιλία θα συνεχίσει να ωφελείται από τους άφθονους φυσικούς πόρους, ζωοτροφές, λειμώνες, την παραγωγικότητα και την υποτίμηση του νομίσματος. Η παραγωγή στην Κίνα θα ωφεληθεί από τις αυξανόμενες οικονομίες κλίμακας καθώς οι μικρές παραγωγικές μονάδες εξελίσσονται σε μεγαλύτερες εμπορικές επιχειρήσεις. Η παραγωγή στις ΗΠΑ θα ωφεληθεί από την ισχυρή εγχώρια ζήτηση και το μεγαλύτερο βάρος σφαγής σε ένα περιβάλλον χαμηλού κόστους ζωοτροφών. Η συνολική παραγωγή κρέατος στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα παραμείνει σταθερή αντανακλώντας μια μικρή μείωση της εγχώριας ζήτησης για μοσχάρι και χοιρινό. Στις αφρικανικές χώρες, η επικύρωση της Αφρικανικής Ηπειρωτικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου (στο πλαίσιο της οποίας περισσότερο από το 90% των προϊόντων που διακινούνται στην Αφρικανική ήπειρο θα είναι ελεύθερα δασμών) εκτιμάται πως θα συμβάλει στην αύξηση της παραγωγής κρέατος.
Όπως δείχνουν οι εκτιμήσεις, η παγκόσμια παραγωγή μοσχαρίσιου θα φτάσει στις 76.005 χιλ. τόνους (αύξηση 8,9% σε σχέση με την περίοδο 2017-2019), το χοιρινό στις 127.526 χιλ. τόνους (αύξηση 9,3%), τα πουλερικά στις 145.711 χιλ. τόνους (αύξηση 16,2%), το πρόβειο στις 17.194 χιλ. τόνους (αύξηση 14,2%). Η κατά κεφαλήν κατανάλωση θα φτάσει το 2029 στα 34,9 κιλά από τα 34,5 κιλά που είναι σήμερα.
Άνευ προηγουμένου αβεβαιότητες
Συνολικά για τον κλάδο των τροφίμων πάντως, η έκθεση των ΟΟΣΑ – FAO εκτιμά
ότι η καταπολέμηση της πανδημίας COVID-19 προκαλεί άνευ προηγουμένου
αβεβαιότητες στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων, με πιθανά εμπόδια
στις αγορές εργασίας, στις εισροές, στην αγροτική παραγωγή, στην επεξεργασία
τροφίμων, στις μεταφορές και στον εφοδιασμό, καθώς και μετατοπίσεις στη ζήτηση
για τρόφιμα και υπηρεσίες εστίασης.
Βραχυπρόθεσμα, οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας
διακόπτουν τις γενικά θετικές μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την παγκόσμια αγροτική
παραγωγή και την κατανάλωση τροφίμων.
Η κοινή έκθεση των δύο Οργανισμών διαπιστώνει ότι τα επόμενα δέκα χρόνια η
αύξηση της προσφοράς τροφίμων πρόκειται να ξεπεράσει την αύξηση της ζήτησης, με
αποτέλεσμα οι πραγματικές τιμές των περισσότερων εμπορευμάτων να κινηθούν στα σημερινά
ή και σε χαμηλότερα επίπεδα.
Βέβαια, οι εξελίξεις στους παράγοντες της προσφοράς και της ζήτησης ενδεχομένως
να οδηγήσουν σε σημαντικές διακυμάνσεις τιμών γύρω από αυτήν τη γενική πορεία. Ταυτόχρονα,
η μείωση που προκαλεί η πανδημία στο διαθέσιμο εισόδημα σε χώρες χαμηλού
εισοδήματος αναμένεται να κάνει πιο αδύναμη τη ζήτηση κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας
2020-2029 και θα μπορούσε να υπονομεύσει περαιτέρω την επισιτιστική ασφάλεια.
Ο αυξανόμενος παγκόσμιος πληθυσμός παραμένει ο κύριος μοχλός αύξησης της ζήτησης,
αν και τα πρότυπα κατανάλωσης και οι προβλεπόμενες τάσεις στις διάφορες χώρες ποικίλλουν
ανάλογα με το επίπεδο εισοδήματος και ανάπτυξής.
Οι καταναλωτές στις χώρες μεσαίου εισοδήματος αναμένεται να χρησιμοποιήσουν το πρόσθετο εισόδημά τους για να μετατοπίσουν τις διατροφικές τους επιλογές από τα είδη πρώτης ανάγκης προς προϊόντα υψηλότερης αξίας. Εν τω μεταξύ, οι ανησυχίες για το περιβάλλον και την υγεία σε χώρες με υψηλό εισόδημα αναμένεται να υποστηρίξουν τη μετάβαση από ζωικές πρωτεΐνες σε εναλλακτικές πηγές πρωτεϊνών.
Η Επισκόπηση, τέλος, υπογραμμίζει τη συνεχιζόμενη ανάγκη να επενδυθούν κεφάλαια για τη δημιουργία παραγωγικών, ανθεκτικών και βιώσιμων συστημάτων τροφίμων. Πέρα από τον COVID-19, οι προκλήσεις της εποχής περιλαμβάνουν: την εισβολή ακρίδων σε Ανατ. Αφρική και Ασία, τη συνεχιζόμενη εξάπλωση της αφρικανικής πανώλης των χοίρων, τα όλο και συχνότερα ακραία κλιματολογικά γεγονότα, τις εμπορικές εντάσεις μεταξύ των μεγάλων εμπορικών δυνάμεων.
Related Articles
Αυξημένη κατά 40 εκατ. τόνους θα είναι παγκοσμίως η παραγωγή κρέατος σε μια δεκαετία, και θα αγγίξει τα 366 εκατ. τόνους. Συγκεκριμένα, ο κύριος όγκος αυτής της αύξησης (περ. 80%) αποδίδεται στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Αυτήν την εκτίμηση διατυπώνει η Γεωργική Επισκόπηση 2020-2029 που έδωσαν σήμερα στη δημοσιότητα ο ΟΟΣΑ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων (FAO), που κάνει λόγο και για τις άνευ προηγουμένου αβεβαιότητες που έχει εισαγάγει στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων η πανδημία του COVID-19.
Όσον αφορά τον κλάδο κρέατος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, βραχυπρόθεσμα η προσφορά των διαφόρων τύπων κρεάτων συνεχίζει να επηρεάζεται από το ξέσπασμα της αφρικανικής πανώλους των χοίρων στην Ασία, όπως και από τη μείωση του ζωικού κεφαλαίου βοοειδών και προβάτων στην Αυστραλία λόγω των καιρικών συνθηκών. Ωστόσο, μετά το 2021 αυτοί οι παράγοντες θα σταθεροποιηθούν και θα ακολουθήσει σταδιακή ανάκαμψη στην παραγωγή κρέατος.
Πάντως, η Βραζιλία, η Κίνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ αναμένεται ότι θα παράγουν σχεδόν το 60% της παγκόσμιας παραγωγής κρέατος το 2029. Αναλυτικά, η αύξηση στη Βραζιλία θα συνεχίσει να ωφελείται από τους άφθονους φυσικούς πόρους, ζωοτροφές, λειμώνες, την παραγωγικότητα και την υποτίμηση του νομίσματος. Η παραγωγή στην Κίνα θα ωφεληθεί από τις αυξανόμενες οικονομίες κλίμακας καθώς οι μικρές παραγωγικές μονάδες εξελίσσονται σε μεγαλύτερες εμπορικές επιχειρήσεις. Η παραγωγή στις ΗΠΑ θα ωφεληθεί από την ισχυρή εγχώρια ζήτηση και το μεγαλύτερο βάρος σφαγής σε ένα περιβάλλον χαμηλού κόστους ζωοτροφών. Η συνολική παραγωγή κρέατος στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα παραμείνει σταθερή αντανακλώντας μια μικρή μείωση της εγχώριας ζήτησης για μοσχάρι και χοιρινό. Στις αφρικανικές χώρες, η επικύρωση της Αφρικανικής Ηπειρωτικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου (στο πλαίσιο της οποίας περισσότερο από το 90% των προϊόντων που διακινούνται στην Αφρικανική ήπειρο θα είναι ελεύθερα δασμών) εκτιμάται πως θα συμβάλει στην αύξηση της παραγωγής κρέατος.
Όπως δείχνουν οι εκτιμήσεις, η παγκόσμια παραγωγή μοσχαρίσιου θα φτάσει στις 76.005 χιλ. τόνους (αύξηση 8,9% σε σχέση με την περίοδο 2017-2019), το χοιρινό στις 127.526 χιλ. τόνους (αύξηση 9,3%), τα πουλερικά στις 145.711 χιλ. τόνους (αύξηση 16,2%), το πρόβειο στις 17.194 χιλ. τόνους (αύξηση 14,2%). Η κατά κεφαλήν κατανάλωση θα φτάσει το 2029 στα 34,9 κιλά από τα 34,5 κιλά που είναι σήμερα.
Άνευ προηγουμένου αβεβαιότητες
Συνολικά για τον κλάδο των τροφίμων πάντως, η έκθεση των ΟΟΣΑ – FAO εκτιμά ότι η καταπολέμηση της πανδημίας COVID-19 προκαλεί άνευ προηγουμένου αβεβαιότητες στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων, με πιθανά εμπόδια στις αγορές εργασίας, στις εισροές, στην αγροτική παραγωγή, στην επεξεργασία τροφίμων, στις μεταφορές και στον εφοδιασμό, καθώς και μετατοπίσεις στη ζήτηση για τρόφιμα και υπηρεσίες εστίασης.
Βραχυπρόθεσμα, οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας διακόπτουν τις γενικά θετικές μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την παγκόσμια αγροτική παραγωγή και την κατανάλωση τροφίμων.
Η κοινή έκθεση των δύο Οργανισμών διαπιστώνει ότι τα επόμενα δέκα χρόνια η αύξηση της προσφοράς τροφίμων πρόκειται να ξεπεράσει την αύξηση της ζήτησης, με αποτέλεσμα οι πραγματικές τιμές των περισσότερων εμπορευμάτων να κινηθούν στα σημερινά ή και σε χαμηλότερα επίπεδα.
Βέβαια, οι εξελίξεις στους παράγοντες της προσφοράς και της ζήτησης ενδεχομένως να οδηγήσουν σε σημαντικές διακυμάνσεις τιμών γύρω από αυτήν τη γενική πορεία. Ταυτόχρονα, η μείωση που προκαλεί η πανδημία στο διαθέσιμο εισόδημα σε χώρες χαμηλού εισοδήματος αναμένεται να κάνει πιο αδύναμη τη ζήτηση κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας 2020-2029 και θα μπορούσε να υπονομεύσει περαιτέρω την επισιτιστική ασφάλεια.
Ο αυξανόμενος παγκόσμιος πληθυσμός παραμένει ο κύριος μοχλός αύξησης της ζήτησης, αν και τα πρότυπα κατανάλωσης και οι προβλεπόμενες τάσεις στις διάφορες χώρες ποικίλλουν ανάλογα με το επίπεδο εισοδήματος και ανάπτυξής.
Οι καταναλωτές στις χώρες μεσαίου εισοδήματος αναμένεται να χρησιμοποιήσουν το πρόσθετο εισόδημά τους για να μετατοπίσουν τις διατροφικές τους επιλογές από τα είδη πρώτης ανάγκης προς προϊόντα υψηλότερης αξίας. Εν τω μεταξύ, οι ανησυχίες για το περιβάλλον και την υγεία σε χώρες με υψηλό εισόδημα αναμένεται να υποστηρίξουν τη μετάβαση από ζωικές πρωτεΐνες σε εναλλακτικές πηγές πρωτεϊνών.
Η Επισκόπηση, τέλος, υπογραμμίζει τη συνεχιζόμενη ανάγκη να επενδυθούν κεφάλαια για τη δημιουργία παραγωγικών, ανθεκτικών και βιώσιμων συστημάτων τροφίμων. Πέρα από τον COVID-19, οι προκλήσεις της εποχής περιλαμβάνουν: την εισβολή ακρίδων σε Ανατ. Αφρική και Ασία, τη συνεχιζόμενη εξάπλωση της αφρικανικής πανώλης των χοίρων, τα όλο και συχνότερα ακραία κλιματολογικά γεγονότα, τις εμπορικές εντάσεις μεταξύ των μεγάλων εμπορικών δυνάμεων.