Μεγάλη μείωση της σπατάλης τροφίμων, στη διάρκεια της κρίσης του κορωνοϊού
Related Articles
- Διαχωρισμός θέσεων ανάμεσα στον πρόεδρο της ΕΑΣ Νάξου και στην Κτηνοτροφική Ένωσης Φιλωτίου σε βασικά θέματα του κλάδου
- COVID-19 εντόπισε σε συσκευασίες κατεψυγμένου κρέατος από Βραζιλία και Πολωνία, το Χονγκ Κονγκ
- Θέμα βιωσιμότητας για τους Ηπειρώτες χοιροτρόφους που δεν πήραν κορωνοενίσχυση – Aνοιχτή επιστολή στον Λιβανό
Είναι γνωστό ότι η πανδημία Covid-19 σήμανε μεγάλες ανατροπές και σημαντική χειροτέρευση των συνθηκών ζωής, εργασίας, λειτουργίας της αγοράς κλπ., για να μην υπολογίσουμε και τη μεγάλη ύφεση που έχει κάνει την εμφάνισή της παγκοσμίως και θα δείξει ακόμη περισσότερο τα δόντια της τους επόμενους μήνες.
Μεταξύ όλων αυτών όμως πρέπει να επισημανθεί και μια καλή εξέλιξη, που αφορά τη σπατάλη τροφίμων.
Συγκεκριμένα, τα μέτρα περιορισμού της πανδημίας και ειδικά η καραντίνα, έχουν καταστήσει τους καταναλωτές πιο λιτούς σε σχέση με τα τρόφιμα, με πολλούς εξ αυτών να καταναλώνουν όλα τα τρόφιμα που αγοράζουν, και να επιλέγουν τη μαγειρική στο σπίτι. Εάν η τάση αυτή συνεχιστεί, οι ειδικοί πιστεύουν ότι θα δώσει σημαντική ώθηση στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Σύμφωνα με ανάλυση που δημοσιεύει το Reuters, αποτέλεσμα των αλλαγών που επέφερε η πανδημία είναι να μειωθούν στον ανεπτυγμένο κόσμο τα απόβλητα τροφίμων: οι περισσότεροι τείνουν πλέον να καταναλώνουν και την τελευταία αχρησιμοποίητη ποσότητα τροφής την οποία πριν, ελαφρά τη καρδία, πετούσαν στα σκουπίδια.
Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO) εκτιμά ότι κάθε χρόνο σπαταλιέται παγκοσμίως περίπου το ένα τρίτο των τροφίμων. Αποψιλώνονται δάση, καίγονται καύσιμα και παράγονται συσκευασίες για να προμηθευτούμε τρόφιμα που στο τέλος καταλήγουν στα σκουπίδια. Την ίδια στιγμή, απόθεση και η σήψη τροφίμων στους χώρους υγειονομικής ταφής απελευθερώνει περισσότερα αέρια του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι τα απόβλητα τροφίμων να ευθύνονται περίπου για το 8% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου – όσο και οι οδικές μεταφορές…
Στοιχεία από τη Βρετανία…
Χρησιμοποιώντας ένα ενδεικτικό παράδειγμα από τη Βρετανία το Reuters, αναφέρει ότι τα οικιακά απορρίμματα τροφίμων μειώθηκαν σημαντικά στην πρώτη φάση των μέτρων περιορισμού του κορωνοϊού τον Απρίλιο, με μόλις το 14% τεσσάρων βασικών τροφίμων –ψωμί, κοτόπουλο, γάλα και πατάτες– να καταλήγουν στα σκουπίδια, σύμφωνα με έρευνα της περιβαλλοντικής ομάδας WRAP, που πραγματοποίησε χιλιάδες συνεντεύξεις με καταναλωτές.
Πριν από τα μέτρα για τον κορωνοϊό, απορρίπτονταν κατά μέσο όρο το 24% των τροφίμων αυτών.
Η απόρριψη τροφίμων τον Ιούνιο (αν και αυξημένη στο 18%) παρέμεινε σε επίσης χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με το παρελθόν.
Φαίνεται ότι αν και οι ερωτώμενοι αναφέρουν αύξηση της σπατάλης τροφίμων όσο αίρονται οι περιορισμοί, το θετικό είναι ότι το 70% των ανθρώπων θέλουν να διατηρήσουν μακροπρόθεσμα αυτή τη νέα συμπεριφορά στη διαχείριση τροφίμων, όπως τουλάχιστον δείχνουν τα αποτελέσματα της έρευνας της WRAP.
Και αυτό είναι ένα ενθαρρυντικό σημάδι ότι ίσως η κρίση του κορωνοϊού λειτουργήσει ως ευκαιρία προκειμένου να υιοθετηθούν λιγότερο σπάταλες συνήθειες.
… και από τη Γερμανία
Έρευνα του Υπουργείου Τροφίμων και Γεωργίας της Γερμανίας έδειξε επίσης ότι οι καταναλωτές κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορωνοϊού έδειχναν μεγαλύτερη ευαισθησία για τη σπατάλη τροφίμων.
Η κυβέρνηση είχε ήδη από καιρό ξεκινήσει μια εκστρατεία κατά της σπατάλης τροφίμων, με την ονομασία «Είναι πολύ καλό για να το πετάξεις στα σκουπίδια». Η εκστρατεία προέτρεπε το κοινό να μην πετά τα τρόφιμα αμέσως την ημερομηνία που λήγουν, αλλά να το μυρίσουν και να το δοκιμάσουν για να δουν αν είναι ακόμα σε καλή κατάσταση.
Τώρα, η έρευνα του Υπουργείου που πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια της πανδημίας, διαπίστωσε ότι το 91% των Γερμανών καταναλωτών ελέγχουν τα τρόφιμα μετά την ημερομηνία λήξης και δεν τα απορρίπτουν αυτόματα. Αυτό είναι σημαντική διαφορά σε σχέση με το 76% που είχε δείξει προηγούμενη παρόμοια έρευνα του 2016.
Υπενθυμίζουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δημοσίευσε μια μελέτη που εκτιμά ότι το 53% της σπατάλης τροφίμων γίνεται στα νοικοκυριά και το 11% στους προηγούμενους κρίκους της αλυσίδας (μεταποίηση και λιανικό εμπόριο).