Τις εκτιμήσεις της για την πορεία της αγοράς αγροτικών προϊόντων στην Ε.Ε. το 2022 έδωσε στη δημοσιότητα η Κομισιόν, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη όλες τις εξελίξεις όπως έχουν διαμορφωθεί μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά και τις συνθήκες αστάθειας που δημιουργεί η παρατεταμένη διατάραξη του εφοδιασμού στη διάρκεια της πανδημίας.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022 διατάραξε σημαντικά την παγκόσμια αγορά γεωργικών προϊόντων, λέει στην έκθεσή της η Κομισιόν, κάνοντας λόγο για αβεβαιότητα όσον αφορά τη μελλοντική παγκόσμια διαθεσιμότητα σιτηρών και ελαιούχων σπόρων, αλλά και για ένα επιπρόσθετο επίπεδο αστάθειας στην ήδη τεταμένη συγκυρία. Η κατάσταση «προκάλεσε θεμελιώδεις ανησυχίες για την επισιτιστική ασφάλεια, καθώς και συστημικές ανησυχίες σχετικά με την εξάρτηση της Ε.Ε. από τις εισαγωγές ζωοτροφών και λιπασμάτων, ιδίως από την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Λευκορωσία» επισημαίνει η έκθεση.
Πιο συγκεκριμένα, και σύμφωνα με την Κομισιόν:
Η διαθεσιμότητα τροφίμων, ζωοτροφών και λιπασμάτων δεν αποτελεί πρωταρχική ανησυχία στην Ε.Ε. όσον αφορά το τρέχον έτος και την επόμενη περίοδο εμπορίας σιτηρών (2022/23, που αρχίζει τον Ιούλιο του 2022 με τη θερινή συγκομιδή και συνεχίζεται –με τη χρησιμοποίηση των σπόρων που παρήχθησαν το 2022– έως τον Ιούνιο του 2023, πριν από την έναρξη της επόμενης συγκομιδής το καλοκαίρι του 2023). «Η Ε.Ε. είναι σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης σε τρόφιμα, με μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα στον τομέα της αγροδιατροφής, και η ενιαία αγορά αναμένεται να αποδείξει για άλλη μια φορά το ρόλο της στην απορρόφηση των κλυδωνισμών. Ωστόσο, υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με το πόσο προσιτά (από οικονομικής απόψεως) θα είναι τα τρόφιμα λόγω των υψηλών τιμών της αγοράς και των πληθωριστικών τάσεων».
Η Ε.Ε., επισημαίνεται, είναι σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης στα περισσότερα γεωργικά προϊόντα, ιδίως σε σιτάρι, γαλακτοκομικά προϊόντα και κρέας (βλ. πίνακα).
Επομένως, ο εφοδιασμός της αγοράς τροφίμων της Ε.Ε. δεν κινδυνεύει για τα εν λόγω βασικά προϊόντα, ακόμη και με την πρόσθετη ζήτηση λόγω των εκατομμυρίων προσφύγων που εισρέουν για να ξεφύγουν από τον πόλεμο. «Οι μειωμένες εισαγωγές αραβοσίτου, σιταριού, κραμβέλαιου και ηλιέλαιου και αλεύρων από την Ουκρανία θα έχουν ωστόσο αντίκτυπο, ιδίως στις τιμές των ζωοτροφών και στη βιομηχανία επεξεργασίας τροφίμων της Ε.Ε.»
Ζωοτροφές
Όσον αφορά τις ζωοτροφές, οι κτηνοτρόφοι της Ε.Ε. αναζητούν εναλλακτικές πηγές προμήθειας και προσαρμόζουν τα σιτηρέσια για να αντιμετωπίσουν το υψηλό κόστος και να αντισταθμίσουν την έλλειψη εισαγωγών αραβοσίτου από την Ουκρανία ειδικότερα. Όσον αφορά τα σιτηρέσια που χρησιμοποιούν σόγια, όχι μόνο συμβατική, αλλά ακόμη περισσότερο την παραγόμενη χωρίς Γενετική Τροποποίηση, πιθανώς θα πληγούν από τις τρέχουσες εξελίξεις. Αυτό θα επηρεάσει την παραγωγή βιολογικού γάλακτος και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη συνολική παραγωγή γάλακτος. Ο ανοιξιάτικος καιρός στην Ε.Ε. θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διαθεσιμότητα εγχώριων ζωοτροφών και χονδροειδών ζωοτροφών, οι οποίες θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν εν μέρει τις μειωμένες εισαγωγές ζωοτροφών. Μέρος των εισαγωγών θα μπορούσαν επίσης να προέλθουν από άλλες πηγές, ακόμη και αν ορισμένοι από τους κύριους παραγωγούς (π.χ. από τη Νότια Αμερική) είναι αντιμέτωποι με αντίξοες καιρικές συνθήκες.
Κρέας
Όσον αφορά το κρέας, κάποια καλά νέα ήρθαν τις τελευταίες εβδομάδες από τον τομέα του χοιρινού, όπου οι τιμές αυξήθηκαν σημαντικά. Ωστόσο, το υψηλό κόστος ζωοτροφών και ενέργειας, το οποίο θα διατηρήσει υπό πίεση τα περιθώρια κέρδους των παραγωγών, καθώς και οι διαρκείς επιπτώσεις της αφρικανικής πανώλης των χοίρων θα μειώσουν την παραγωγή.
Η παραγωγή πουλερικών αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς το 2022, υποστηριζόμενη από τις υψηλές τιμές – αυτό θα συμβεί παρά τις υψηλές τιμές εισροών, την επιδημία της γρίπης των πτηνών και τις αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου στις εξαγωγές.
Η παραγωγή βόειου κρέατος αναμένεται να μειωθεί το 2022, κυρίως λόγω διαρθρωτικής προσαρμογής στο κοπάδι κρεοπαραγωγής και γαλακτοπαραγωγής, παρά τις υψηλές τιμές και την αυξανόμενη ζήτηση στην εξαγωγική αγορά.
Ένα ιστορικά μικρό κοπάδι αιγοπροβάτων αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής το 2022. Στο σημερινό πλαίσιο, τα εντατικά μοντέλα παραγωγής θα υποφέρουν περισσότερο από ό,τι τα μοντέλα εκτατικής παραγωγής, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν.
Related Articles
Τις εκτιμήσεις της για την πορεία της αγοράς αγροτικών προϊόντων στην Ε.Ε. το 2022 έδωσε στη δημοσιότητα η Κομισιόν, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη όλες τις εξελίξεις όπως έχουν διαμορφωθεί μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά και τις συνθήκες αστάθειας που δημιουργεί η παρατεταμένη διατάραξη του εφοδιασμού στη διάρκεια της πανδημίας.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022 διατάραξε σημαντικά την παγκόσμια αγορά γεωργικών προϊόντων, λέει στην έκθεσή της η Κομισιόν, κάνοντας λόγο για αβεβαιότητα όσον αφορά τη μελλοντική παγκόσμια διαθεσιμότητα σιτηρών και ελαιούχων σπόρων, αλλά και για ένα επιπρόσθετο επίπεδο αστάθειας στην ήδη τεταμένη συγκυρία. Η κατάσταση «προκάλεσε θεμελιώδεις ανησυχίες για την επισιτιστική ασφάλεια, καθώς και συστημικές ανησυχίες σχετικά με την εξάρτηση της Ε.Ε. από τις εισαγωγές ζωοτροφών και λιπασμάτων, ιδίως από την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Λευκορωσία» επισημαίνει η έκθεση.
Πιο συγκεκριμένα, και σύμφωνα με την Κομισιόν:
Η διαθεσιμότητα τροφίμων, ζωοτροφών και λιπασμάτων δεν αποτελεί πρωταρχική ανησυχία στην Ε.Ε. όσον αφορά το τρέχον έτος και την επόμενη περίοδο εμπορίας σιτηρών (2022/23, που αρχίζει τον Ιούλιο του 2022 με τη θερινή συγκομιδή και συνεχίζεται –με τη χρησιμοποίηση των σπόρων που παρήχθησαν το 2022– έως τον Ιούνιο του 2023, πριν από την έναρξη της επόμενης συγκομιδής το καλοκαίρι του 2023). «Η Ε.Ε. είναι σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης σε τρόφιμα, με μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα στον τομέα της αγροδιατροφής, και η ενιαία αγορά αναμένεται να αποδείξει για άλλη μια φορά το ρόλο της στην απορρόφηση των κλυδωνισμών. Ωστόσο, υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με το πόσο προσιτά (από οικονομικής απόψεως) θα είναι τα τρόφιμα λόγω των υψηλών τιμών της αγοράς και των πληθωριστικών τάσεων».
Η Ε.Ε., επισημαίνεται, είναι σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης στα περισσότερα γεωργικά προϊόντα, ιδίως σε σιτάρι, γαλακτοκομικά προϊόντα και κρέας (βλ. πίνακα).
Επομένως, ο εφοδιασμός της αγοράς τροφίμων της Ε.Ε. δεν κινδυνεύει για τα εν λόγω βασικά προϊόντα, ακόμη και με την πρόσθετη ζήτηση λόγω των εκατομμυρίων προσφύγων που εισρέουν για να ξεφύγουν από τον πόλεμο. «Οι μειωμένες εισαγωγές αραβοσίτου, σιταριού, κραμβέλαιου και ηλιέλαιου και αλεύρων από την Ουκρανία θα έχουν ωστόσο αντίκτυπο, ιδίως στις τιμές των ζωοτροφών και στη βιομηχανία επεξεργασίας τροφίμων της Ε.Ε.»
Ζωοτροφές
Όσον αφορά τις ζωοτροφές, οι κτηνοτρόφοι της Ε.Ε. αναζητούν εναλλακτικές πηγές προμήθειας και προσαρμόζουν τα σιτηρέσια για να αντιμετωπίσουν το υψηλό κόστος και να αντισταθμίσουν την έλλειψη εισαγωγών αραβοσίτου από την Ουκρανία ειδικότερα. Όσον αφορά τα σιτηρέσια που χρησιμοποιούν σόγια, όχι μόνο συμβατική, αλλά ακόμη περισσότερο την παραγόμενη χωρίς Γενετική Τροποποίηση, πιθανώς θα πληγούν από τις τρέχουσες εξελίξεις. Αυτό θα επηρεάσει την παραγωγή βιολογικού γάλακτος και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τη συνολική παραγωγή γάλακτος. Ο ανοιξιάτικος καιρός στην Ε.Ε. θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διαθεσιμότητα εγχώριων ζωοτροφών και χονδροειδών ζωοτροφών, οι οποίες θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν εν μέρει τις μειωμένες εισαγωγές ζωοτροφών. Μέρος των εισαγωγών θα μπορούσαν επίσης να προέλθουν από άλλες πηγές, ακόμη και αν ορισμένοι από τους κύριους παραγωγούς (π.χ. από τη Νότια Αμερική) είναι αντιμέτωποι με αντίξοες καιρικές συνθήκες.
Κρέας
Όσον αφορά το κρέας, κάποια καλά νέα ήρθαν τις τελευταίες εβδομάδες από τον τομέα του χοιρινού, όπου οι τιμές αυξήθηκαν σημαντικά. Ωστόσο, το υψηλό κόστος ζωοτροφών και ενέργειας, το οποίο θα διατηρήσει υπό πίεση τα περιθώρια κέρδους των παραγωγών, καθώς και οι διαρκείς επιπτώσεις της αφρικανικής πανώλης των χοίρων θα μειώσουν την παραγωγή.
Η παραγωγή πουλερικών αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς το 2022, υποστηριζόμενη από τις υψηλές τιμές – αυτό θα συμβεί παρά τις υψηλές τιμές εισροών, την επιδημία της γρίπης των πτηνών και τις αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου στις εξαγωγές.
Η παραγωγή βόειου κρέατος αναμένεται να μειωθεί το 2022, κυρίως λόγω διαρθρωτικής προσαρμογής στο κοπάδι κρεοπαραγωγής και γαλακτοπαραγωγής, παρά τις υψηλές τιμές και την αυξανόμενη ζήτηση στην εξαγωγική αγορά.
Ένα ιστορικά μικρό κοπάδι αιγοπροβάτων αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής το 2022. Στο σημερινό πλαίσιο, τα εντατικά μοντέλα παραγωγής θα υποφέρουν περισσότερο από ό,τι τα μοντέλα εκτατικής παραγωγής, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν.