Πώς ενσωματώνεται στο τουριστικό προϊόν η ελληνική γαστρονομική κουλτούρα
Related Articles
Συστηματική διασύνδεση μιας σειράς προϊόντων, υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που όλα μαζί θα συνθέτουν το… χαρτοφυλάκιο γεύσεων κάθε περιοχής της χώρας μας – Κρέας και προϊόντα κρέατος στον ελληνικό Γαστρονομικό Οδικό Χάρτη – Τοπικές γευστικές ταυτότητες πέρα από… τζατζίκι και μουζάκα.
Γράφει ο Χρήστος Πραμαντιώτης
Μια ευχάριστη είδηση ήταν αυτή που βγήκε τον περασμένο Απρίλιο, εν μέσω κορωνοϊού μάλιστα, ότι συστήνεται Ομάδα Εργασίας που θα δουλέψει πάνω στο αντικείμενο του γαστρονομικού τουρισμού.
Πρόκειται, όπως έγινε γνωστό, για πρωτοβουλία του Υπουργείου Τουρισμού, και στόχος είναι κάθε Περιφέρεια και Περιφερειακή Ενότητα της χώρας να αποτελέσει έναν ξεχωριστό γαστρονομικό προορισμό με τη δική του ιδιαίτερη σφραγίδα.
Φαίνεται ότι η Ομάδα Εργασίας θα έχει πολλή δουλειά να κάνει, αφού το έργο της θα είναι η αναβάθμιση της γαστρονομίας που προσφέρει η Ελλάδα καθώς και η ενσωμάτωσή της στον εθνικό σχεδιασμό του τουριστικού μάρκετινγκ. Ο σκοπός είναι, μεσοπρόθεσμα η γαστρονομία να αποτελέσει μία από τις βασικές αιτίες που οι επισκέπτες επιλέγουν την Ελλάδα για τις διακοπές τους.
Η αποτύπωση της σημερινής γαστρονομικής προσφοράς της χώρας μας, η διατύπωση ενός σχεδίου προβολής τοπικών προϊόντων και συνταγών, ο συνδυασμός προωθητικών δράσεων και προβολής του «Ειδικού Σήματος Ποιότητας για την Ελληνική Κουζίνα», η ανάπτυξη του γαστρονομικού τουριστικού προϊόντος και η πιστοποίησή του, αλλά και η εκπόνηση του Γαστρονομικού Χάρτη της χώρας, είναι τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το σχέδιο επί του οποίου εργάζεται η Ομάδα Εργασίας.
Επιπλέον αυτών, η συνεργασία και η συνεννόηση με το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, δείχνει ότι ίσως να μπορούμε ν’ αρχίσουμε επιτέλους να μιλάμε στα σοβαρά για την πιθανότητα να συνδεθεί ο πρωτογενής τομέας της χώρας μας με έναν σημαντικότατο οικονομικό κλάδο όπως ο τουρισμός.
Για να είμαστε ακριβείς, δεν είναι η πρώτη φορά που στην Ελλάδα γίνεται συζήτηση σε ανώτατο επίπεδο για τον γαστρονομικό τουρισμό. Υπενθυμίζουμε μάλιστα ότι σε νόμο του Υπουργείου Τουρισμού από το 2018 (Νόμος 4582/2018 «Θεματικός τουρισμός - Ειδικές μορφές τουρισμού κλπ.»), επί υπουργίας Έλενας Κουντουρά, εισήχθη η έννοια του τουρισμού γαστρονομίας και τέθηκε το πλαίσιο για τη διασύνδεση του τουρισμού με τον πρωτογενή τομέα, την αγροδιατροφή και τη μεταποίηση, την ενθάρρυνση συνεργειών μεταξύ διαφορετικών κλάδων της οικονομίας και τη δυναμική ένταξη των τοπικών προϊόντων στην ευρύτερη τουριστική αλυσίδα.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ, βεβαίως, αν σκεφθούμε ότι προτάσεις των επιχειρήσεων τουρισμού σχετικά με τη δημιουργία ενός πλαισίου για τον γαστρονομικό τουρισμό, έχουν κατατεθεί εδώ και πάνω από μια δεκαετία, ενώ στην πράξη, κάθε σχετική πρωτοβουλία που έχει προκύψει μέχρι σήμερα αποτελεί προσπάθεια του ιδιωτικού τομέα. Ως παράδειγμα μπορούν να αναφερθούν «Οι Δρόμοι του Κρασιού» στη Βόρεια Ελλάδα, από τη δεκαετία του 1990, αλλά και η (έστω περιορισμένη) εμφάνιση θεματικών ξενοδοχείων με θέμα τη γαστρονομία, την τελευταία 20ετία.
Επένδυση σε ενέργειες μάρκετινγκ
Μιλώντας για την προϊστορία του θέματος, πρέπει επιπροσθέτως να αναφέρουμε ότι ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) έχει μελετήσει την υπόθεση «Γαστρονομικός Τουρισμός» επιχειρώντας να δείξει τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξή του ως προϊόν. Σε μελέτη που εκπόνησε λοιπόν ο Σύνδεσμος ήδη από το 2009, υπογραμμίζει στα συμπεράσματα:
- Η γαστρονομία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως τουριστικό προϊόν και συνεπώς να ενταχθεί στο χαρτοφυλάκιο των προϊόντων του ελληνικού τουρισμού.
- Η ανάπτυξη της γαστρονομίας ως τουριστικού προϊόντος δεν απαιτεί επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και πάγια. Χρειάζεται επενδύσεις σε ενέργειες μάρκετινγκ.
- Η διοίκηση και η προβολή της γαστρονομίας πρέπει να βασιστούν σε ένα επαγγελματικό σχέδιο μάρκετινγκ που περιλαμβάνει τρεις κατηγορίες δράσεων: διαμόρφωση γαστρονομικού χαρτοφυλακίου, ανάπτυξη γαστρονομικού brand, κατάρτιση επικοινωνιακού προγράμματος.
- Η δημιουργία ενός χαρτοφυλακίου απαιτεί τον εντοπισμό όλων των ελληνικών επιχειρήσεων και φορέων που προσφέρουν ποιοτικές γαστρονομικές εμπειρίες και την αναβάθμιση της γαστρονομικής προσφοράς μέσα από έμπρακτη υποστήριξη των ελληνικών επιχειρήσεων που ενδιαφέρονται να προσφέρουν ποιοτική γαστρονομία.
- Βασικό εργαλείο προβολής πρέπει να είναι το διαδίκτυο.
- Τα ελληνικά εστιατόρια του εξωτερικού πρέπει να ενταχθούν στο σύστημα διοίκησης και διάδοσης του brand της ελληνικής γαστρονομίας.
Γαστρονομικός χάρτης-εργαλείο
Η τουριστική αγορά συνδέεται με τη γαστρονομία με μια σειρά προϊόντων, υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που όλα μαζί συνθέτουν ένα τουριστικό χαρτοφυλάκιο γαστρονομικών προϊόντων. Αυτό δείχνει ότι πρόκειται για μια σχέση σύνθετη, καθιστώντας περίπλοκο το έργο της Ομάδας Εργασίας για τον Γαστρονομικό Τουρισμό, που όπως αναφέραμε εξ αρχής έχει συγκροτηθεί για να μελετήσει και προωθήσει τα θέματα αυτά.
Η Συντονίστρια της ομάδας, η Μαρία Τριανταφυλλοπούλου, γνωρίζει καλά το θέμα, καθώς δραστηριοποιείται σε έναν από τους πιο προβεβλημένους και δυνατούς τομείς της ελληνικής γαστρονομίας: την οινοποιία-αμπελουργία. Πρόεδρος της Ένωσης Οινοποιών Αμπελουργών Νήσων Αιγαίου και μέλος Δ.Σ. του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου η ίδια, ανέλαβε τώρα το καθήκον να προωθήσει ένα πλαίσιο για την ανάπτυξη του γαστρονομικού τουρισμού στη χώρα μας.
Η Ομάδα Εργασίας εργάζεται με γρήγορους ρυθμούς ώστε να αποτυπώσει την κατάσταση που υπάρχει στη χώρα, να συντονίσει όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και να τους φέρει στην καλύτερη δυνατή συνεργασία μεταξύ τους, προωθώντας την ανάπτυξη του Γαστρονομικού Οδικού Χάρτη της Ελλάδας. Σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα μάλιστα, ο Σεπτέμβριος θα ήταν ο μήνας που αναμενόταν να ολοκληρωθεί η πρωταρχική φάση επαφών με εμπλεκόμενους φορείς και οργανώσεις.
«Έχουμε συναντηθεί με παράγοντες και φορείς του κλάδου προκειμένου αφενός να καταγράψουμε τη σημερινή κατάσταση κι αφετέρου να αντλήσουμε προτάσεις που θα μας βοηθήσουν να σχεδιάσουμε τις μελλοντικές μας κινήσεις» σημειώνει μιλώντας στο Meat News η κ. Τριανταφυλλοπούλου ως Συντονίστρια της Ομάδας Εργασίας.
Τι έχουν δείξει όμως οι μέχρι στιγμής διαβουλεύσεις που είχε η Ομάδα Εργασίας με τους φορείς; «Αυτό που σίγουρα έχουμε κατανοήσει είναι πως υπάρχουν ορισμένα προβλήματα στα οποία θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας για τη θεσμική επίλυσή τους, αλλά ταυτόχρονα έχουμε διαπιστώσει τις μεγάλες δυνατότητες του κλάδου αλλά και τη δυναμική του, η οποία με τα κατάλληλα εργαλεία μπορεί να αναπτυχθεί με ταχείς ρυθμούς» επισημαίνει η ίδια μιλώντας για τη δημιουργία ενός Γαστρονομικού Χάρτη που θα είναι «εργαλείο στα χέρια κάθε ενδιαφερόμενου αλλά και της ίδιας της Πολιτείας που θα μπορέσει έτσι επιτέλους να συνδράμει θεσμικά στην ενίσχυση αυτού του εξειδικευμένου τουριστικού προϊόντος».
Η γαστρονομία, πόλος έλξης τουριστών
Στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων, ένας από τους πρώτους φορείς του κλάδου των τροφίμων με τους οποίους συναντήθηκε η Ομάδα Εργασίας για τον γαστρονομικό τουρισμό, ήταν η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Κρέατος.
«Η Συντονίστρια της ομάδας, κ. Μαίρη Τριανταφυλλοπούλου, απευθύνθηκε στην ΕΔΟΚ, όπως και στις άλλες Διεπαγγελματικές Οργανώσεις από την πρώτη στιγμή, και έκτοτε η συνεργασία της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Κρέατος με την Ομάδα Εργασίας είναι στενή. Έχει οριστεί το πλαίσιο δράσεων και ο κάθε ένας από τους συμμετέχοντες οφείλει να διαδραματίσει τον ρόλο του, προκειμένου το εγχείρημα να στεφθεί με επιτυχία. Το κρέας και τα προϊόντα του αποτελούν σημαντικό κομμάτι του γαστρονομικού χάρτη, αφού κάθε ένας από τους 52 νομούς της Ελλάδας έχει μοναδικά προϊόντα κρέατος που πρέπει να αναδειχθούν. Προς αυτή την κατεύθυνση εργάζεται λοιπόν η ΕΔΟΚ» αναφέρει μιλώντας στο Meat News ο πρόεδρος της ΕΔΟΚ, Λευτέρης Γίτσας.
Συμφωνώντας ο ίδιος ότι η τοπική γαστρονομία μπορεί να λειτουργήσει ως πόλος έλξης τουριστών και να προβάλει προϊόντα, επιχειρήσεις και ολόκληρες περιοχές, συμπληρώνει: «Είναι αδιανόητο ότι δεν το έχουμε πράξει ακόμη ως χώρα, που διαθέτει μάλιστα έναν τεράστιο γαστρονομικό πλούτο. Το κάθε τοπικό προϊόν έχει το δικό του μύθο, τη δική του ιστορία διατροφικής αξίας. Ο κάθε τόπος χρειάζεται να αναδείξει τα δικά του επώνυμα ποιοτικά προϊόντα, η κάθε περιοχή να ταυτιστεί με τα ιδιαίτερα προϊόντα της, ώστε να δημιουργηθεί ο τουριστικός προσανατολισμός για κάθε τοπικό προϊόν».
Αναγκαίες δύο βασικές παράμετροι
Μια επιμέρους γεύση για το τι σημαίνει να λειτουργεί στην πράξη η σύνδεση της γαστρονομίας και του τουρισμού, μας δίνει η Γεωργία Ζαβιτσάνου.
Υπεύθυνη των Athens Foodwalks η κ. Ζαβιτσάνου δουλεύει με γκρουπ επισκεπτών διοργανώνοντας Γευστικές Περιηγήσεις στην Αθήνα. «Πρόκειται για μια τρίωρη βόλτα στο κέντρο της Αθήνας όπου περνάμε από σημεία αναφοράς για το φαγητό: Ευριπίδου, Κεντρική Αγορά, Ιστορικό Κέντρο, Ψυρρή, και τους μιλάω για τη γαστρονομική κουλτούρα των Ελλήνων και τις αλλαγές που γίνονται στις διατροφικές μας συνήθειες. Δοκιμάζουμε τυπικά ελληνικά προϊόντα, μπαίνουμε σε καταστήματα τροφίμων, ψωνίζουν, χαλαρώνουν στα μαγαζιά μας, παίρνουν μια γεύση από την καθημερινότητά μας».
Με τον τρόπο αυτό ο επισκέπτης βιώνει με έναν ιδιαίτερο τρόπο τη γνωριμία του με πολλές παραμέτρους της ελληνικής γαστρονομίας. Για την κ. Ζαβιτσάνου η πρωτοβουλία του Υπουργείου Τουρισμού να σχεδιάσει έναν γαστρονομικό οδηγό για τη χώρα μας «Είναι ένα πολύ καλό πρώτο βήμα για τη συνειδητοποίηση αυτής της υπεραξίας που έχουμε ως πολιτισμός και για τη διάδοση αυτής της γνώσης σε φορείς και στον κόσμο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Το πεδίο δράσεων που μπορεί να αναπτυχθεί με βάση αυτόν τον Χάρτη είναι πολύ μεγάλο και μπορεί να αποτελέσει δυναμικό πόλο της ελληνικής οικονομίας».
Αν και ο Γαστρονομικός Χάρτης είναι απαραίτητο βήμα, εν τούτοις χρειάζονται κι άλλα, λέει η διοργανώτρια των Athens Foodwalks. «Η προβολή δεν είναι το παν. Είναι απαραίτητο στοιχείο για την καθιέρωση μιας νέας κουλτούρας στη διατροφή αλλά μόνη της δεν παράγει αποτελέσματα» σύμφωνα με την κ. Ζαβιτσάνου. «Βασικό σημείο για την ανάπτυξη μιας ελληνικής γαστρονομικής κουλτούρας ως νέο πολιτιστικό αλλά και τουριστικό προϊόν είναι η συνεργασία με τον αγροτικό τομέα, αλλά και η προστασία των μικρών καταστημάτων τροφίμων στα αστικά κέντρα, που επιτρέπουν στους μικρούς παραγωγούς της υπαίθρου να υπάρχουν. Μετά, σε επίπεδο επικοινωνίας της γνώσης αυτής απαιτείται η δημιουργία φορέα επιμόρφωσης του επαγγελματικού κλάδου που θα στελεχώσει αυτήν τη νέα βιομηχανία. Δεν μπορεί να απαιτούμε από τους ξεναγούς που έχουν διδαχθεί την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας να μιλάνε και για τη σύγχρονη διατροφή. Είναι ανεδαφικό και δείχνει άγνοια του πεδίου».
[Δημοσιεύθηκε στο τ.85 του περιοδικού Meat News]