Παρά την κρίση και τις οικονομικές δυσκολίες, οι καταναλωτές αναζητούν τα ποιοτικά προϊόντα με υψηλή θρεπτική αξία, εκτιμά ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Βαγγέλης Αποστόλου. Τη σκέψη αυτή ο κ. Αποστόλου τη διατύπωσε τα Σάββατο σε ομιλία του στο Nostos Expo Forum 2017 για τον Ελληνικό Εναλλακτικό Τουρισμό στη Ναύπακτο. Την ίδια ακριβώς σκέψη επανέλαβε ο υπουργός και από το βήμα της διοργάνωσης «Imathia Quality: Τουριστικές, πολιτιστικές και γαστρονομικές διαδρομές της Ημαθίας» (Ζάππειο Μέγαρο, 13-15 Οκτωβρίου).
Το πρόβλημα είναι όμως ότι η εκτίμηση αυτή του υπουργού δυσκολεύεται να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα τής όλο και μειούμενης καταναλωτικής δαπάνης για τρόφιμα τα τελευταία χρόνια, αλλά και της αναζήτησης του φθηνού και των προσφορών. Αν δεν ήταν έτσι, δεν θα είχαν τόση πέραση οι προσφορές προϊόντων τροφίμων που «δεν ξέρουμε από πού κρατάει η σκούφια τους». Κι αυτό είναι κάτι που γνωρίζει όλη η αγορά τροφίμων.
Είναι πιθανό μία μερίδα καταναλωτών να εξακολουθεί να αναζητά ποιότητα στη διατροφή, αν όμως κινηθούμε στο επίπεδο του γενικού πληθυσμού, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Κι αυτό δείχνει η Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2016, που δημοσιοποίησε την περασμένη εβδομάδα η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Η ΕΛΣΤΑΤ, λοιπόν, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όσον αφορά τις δαπάνες στα είδη διατροφής, αυτές ήταν και το 2016 μειωμένες σε σχέση µε το 2015. «Παρατηρείται µείωση της µηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιµές), για µεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυµούς φρούτων και λαχανικών (7,1%), φρούτα (5,2%), ψάρια (4,0%), γαλακτοκοµικά προϊόντα και αυγά (3,9%), λαχανικά (2,6%), κρέας (1,2%), ζάχαρη, µαρµελάδες, µέλι κλπ. (0,4%) και αλεύρι, ψωµί και δηµητριακά (0,3%), ενώ παρατηρείται αύξηση της µηνιαίας δαπάνης για καφέ, τσάι και κακάο (7,4%) και έλαια και λίπη (0,2%)» αναφέρει χαρακτηριστικά η ΕΛΣΤΑΤ. Επιπλέον, η έρευνα δείχνει ότι η μέση μηνιαία δαπάνη (σε σταθερές τιμές 2016) των νοικοκυριών για είδη διατροφής ήταν το 2016 μειωμένη κατά 21,2% σε σχέση με το 2008.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο καταναλωτής μειώνει τη δαπάνη για αγορά ειδών διατροφής, κάτι που δεν συμβαδίζει (αν μιλάμε για τον γενικό πληθυσμό κι όχι για επιμέρους ομάδες) με μια γενική τάση για αναζήτηση της ποιότητας στη διατροφή. Εκτός αν η ποιότητα ταυτίζεται με το φθηνό, κάτι που είναι μια μάλλον παράδοξη εκτίμηση αν μιλάμε για τρόφιμα. Όποιος κατοικεί σε αυτή τη χώρα και γνωρίζει τη διαρκή εσωτερική υποτίμηση που έχει υποστεί ο πληθυσμός της τελευταία οκταετία, καταλαβαίνει ότι ακόμη κι αν ο καταναλωτής αναζητά την ποιότητα και την υψηλή θρεπτική αξία, μάλλον δυσκολεύεται να την πληρώσει. Ίσως θα έπρεπε οι κυβερνητικοί παράγοντες, όταν διατυπώνουν εκτιμήσεις, να ξεκινούν αντίστροφα : όχι από τους ευσεβείς πόθους, αλλά από το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών που, με την υπερφορολόγηση, την ανεργία και την ημιανεργία, βαίνει διαρκώς συρρικνούμενο.
Related Articles
Παρά την κρίση και τις οικονομικές δυσκολίες, οι καταναλωτές αναζητούν τα ποιοτικά προϊόντα με υψηλή θρεπτική αξία, εκτιμά ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Βαγγέλης Αποστόλου. Τη σκέψη αυτή ο κ. Αποστόλου τη διατύπωσε τα Σάββατο σε ομιλία του στο Nostos Expo Forum 2017 για τον Ελληνικό Εναλλακτικό Τουρισμό στη Ναύπακτο. Την ίδια ακριβώς σκέψη επανέλαβε ο υπουργός και από το βήμα της διοργάνωσης «Imathia Quality: Τουριστικές, πολιτιστικές και γαστρονομικές διαδρομές της Ημαθίας» (Ζάππειο Μέγαρο, 13-15 Οκτωβρίου).
Το πρόβλημα είναι όμως ότι η εκτίμηση αυτή του υπουργού δυσκολεύεται να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα τής όλο και μειούμενης καταναλωτικής δαπάνης για τρόφιμα τα τελευταία χρόνια, αλλά και της αναζήτησης του φθηνού και των προσφορών. Αν δεν ήταν έτσι, δεν θα είχαν τόση πέραση οι προσφορές προϊόντων τροφίμων που «δεν ξέρουμε από πού κρατάει η σκούφια τους». Κι αυτό είναι κάτι που γνωρίζει όλη η αγορά τροφίμων.
Είναι πιθανό μία μερίδα καταναλωτών να εξακολουθεί να αναζητά ποιότητα στη διατροφή, αν όμως κινηθούμε στο επίπεδο του γενικού πληθυσμού, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Κι αυτό δείχνει η Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2016, που δημοσιοποίησε την περασμένη εβδομάδα η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Η ΕΛΣΤΑΤ, λοιπόν, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όσον αφορά τις δαπάνες στα είδη διατροφής, αυτές ήταν και το 2016 μειωμένες σε σχέση µε το 2015. «Παρατηρείται µείωση της µηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιµές), για µεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυµούς φρούτων και λαχανικών (7,1%), φρούτα (5,2%), ψάρια (4,0%), γαλακτοκοµικά προϊόντα και αυγά (3,9%), λαχανικά (2,6%), κρέας (1,2%), ζάχαρη, µαρµελάδες, µέλι κλπ. (0,4%) και αλεύρι, ψωµί και δηµητριακά (0,3%), ενώ παρατηρείται αύξηση της µηνιαίας δαπάνης για καφέ, τσάι και κακάο (7,4%) και έλαια και λίπη (0,2%)» αναφέρει χαρακτηριστικά η ΕΛΣΤΑΤ. Επιπλέον, η έρευνα δείχνει ότι η μέση μηνιαία δαπάνη (σε σταθερές τιμές 2016) των νοικοκυριών για είδη διατροφής ήταν το 2016 μειωμένη κατά 21,2% σε σχέση με το 2008.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο καταναλωτής μειώνει τη δαπάνη για αγορά ειδών διατροφής, κάτι που δεν συμβαδίζει (αν μιλάμε για τον γενικό πληθυσμό κι όχι για επιμέρους ομάδες) με μια γενική τάση για αναζήτηση της ποιότητας στη διατροφή. Εκτός αν η ποιότητα ταυτίζεται με το φθηνό, κάτι που είναι μια μάλλον παράδοξη εκτίμηση αν μιλάμε για τρόφιμα. Όποιος κατοικεί σε αυτή τη χώρα και γνωρίζει τη διαρκή εσωτερική υποτίμηση που έχει υποστεί ο πληθυσμός της τελευταία οκταετία, καταλαβαίνει ότι ακόμη κι αν ο καταναλωτής αναζητά την ποιότητα και την υψηλή θρεπτική αξία, μάλλον δυσκολεύεται να την πληρώσει. Ίσως θα έπρεπε οι κυβερνητικοί παράγοντες, όταν διατυπώνουν εκτιμήσεις, να ξεκινούν αντίστροφα : όχι από τους ευσεβείς πόθους, αλλά από το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών που, με την υπερφορολόγηση, την ανεργία και την ημιανεργία, βαίνει διαρκώς συρρικνούμενο.