Παρότι μέχρι σήμερα δεν έχει εμφανιστεί κάποιο σημαντικό πρόβλημα, εν τούτοις ο προβληματισμός είναι εντεινόμενος: Πόσο θα διαρκέσει η παγκόσμια υγειονομική κρίση του COVID-19; Και αν κρατήσει πολύ ακόμη, μήπως θέσει σε πραγματική δοκιμασία την παγκόσμια προσφορά τροφίμων;
Τελικά, πόσο
ανθεκτικό είναι το σύστημα τροφίμων στην Ευρώπη, αλλά και στον πλανήτη;
Πρόσφατη ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο Reuters, εξηγεί τις τάσεις της αγοράς σε σχέση με την πανδημία του κοροναϊού. Ξεκινά διερευνώντας την πιθανότητα έλλειψης τροφίμων και τις επιπτώσεις της ακανόνιστης καταναλωτικής ζήτησης. Όλοι θυμούνται τις περασμένες εβδομάδες, όταν οι «αγορές πανικού» άδειασαν τα ράφια των σούπερ μάρκετ από είδη πρώτης ανάγκης και τρόφιμα, καθώς ο πληθυσμός σε πολλές περιοχές του κόσμου υπό το κράτος του φόβου και της ανασφάλειας προετοιμάζονταν για εγκλεισμό αγνώστου διαρκείας.
Οι παραγωγοί
κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων καθώς και οι παραγωγοί φρούτων και λαχανικών
προσπάθησαν για εβδομάδες να μετατοπίσουν τις συναλλαγές τους από τα εστιατόρια
προς τα παντοπωλεία, κι αυτό δημιούργησε περισσότερη ανασφάλεια στους
καταναλωτές.
Την ίδια
στιγμή, όλοι προσπαθούν να είναι καθησυχαστικοί. Το λιανεμπόριο και οι Αρχές αναφέρουν
ότι δεν υπάρχουν ελλείψεις τροφίμων και ότι οι παραδόσεις προϊόντων έχουν αποκατασταθεί
στο δίκτυο λιανικής, ενώ πολλές επιχειρήσεις παραγωγής τροφίμων στην Ευρώπη και
τη Βόρεια Αμερική έχουν αυξήσει την παραγωγή τους.
Ταυτόχρονα,
φαίνεται ότι οι «αγορές πανικού» υποχωρούν, καθώς τα νοικοκυριά έχουν στοκάρει
πλήθος αναγκαίων τροφίμων και προσαρμόζονται σε μια νέα ρουτίνα, αυτή του
εγκλεισμού.
Ωστόσο, οι
κίνδυνοι σε παγκόσμιο επίπεδο παραμένουν. Βραχυπρόθεσμα, η ελαχιστοποίηση αεροπορικών
μεταφορών και οι καθυστερήσεις στις οδικές μεταφορές εμποδίζουν την παράδοση
νωπών τροφίμων. Μεσοπρόθεσμα, οι περιορισμοί μετακινήσεων οδηγούν σε έλλειψη εργατικών
χεριών και επηρεάζουν τη φύτευση και τη συγκομιδή – αναφέρεται ότι η Γαλλία
κάλεσε τους πολίτες της να βοηθήσουν ώστε να αντισταθμιστεί η έλλειψη εργατών
γης που εκτιμάται ότι θα ανέλθει στις 200 χιλ. εργαζομένους.
Το σκηνικό
που δημιουργείται προκαλεί φόβους για πιθανές ελλείψεις τροφίμων και αύξηση
τιμών σε βασικές καλλιέργειες. Μερικοί θυμούνται επίσης τις διατροφικές κρίσεις
που συγκλόνισαν τις αναπτυσσόμενες χώρες πριν από μια δεκαετία.
Σύμφωνα με την ανάλυση, η μεταβολή στις τιμές των πρώτων υλών δεν περνούν αναγκαστικά στις τιμές λιανικής στα προϊόντα παντοπωλείου. Προφανώς οι επιχειρήσεις τροφίμων έχουν φροντίσει να αγοράσουν πρώτες ύλες από πριν, και μπορούν να κρατήσουν σχεδόν σταθερές τις τιμές. Ωστόσο, αυτό έχει χρονικά όρια σε όλες τις περιπτώσεις. Οι συνεχιζόμενες αυξήσεις τιμών θα περάσουν κάποια στιγμή στους καταναλωτές.
Τέλος, οι αναλυτές αναφέρουν ότι οι παγκόσμιες προμήθειες των ευρέως καταναλισκόμενων καλλιεργούμενων τροφίμων είναι επαρκείς. Ωστόσο, αφενός η συγκέντρωση της εξαγώγιμης προσφοράς ορισμένων τροφίμων σε μικρό αριθμό χωρών και αφετέρου οι περιορισμοί εξαγωγών από μεγάλες χώρες παραγωγής που μπορεί να επιδιώξουν επαρκή εγχώρια προσφορά, ίσως καταστήσουν εύθραυστο τον παγκόσμιο εφοδιασμό τροφίμων.
Related Articles
Παρότι μέχρι σήμερα δεν έχει εμφανιστεί κάποιο σημαντικό πρόβλημα, εν τούτοις ο προβληματισμός είναι εντεινόμενος: Πόσο θα διαρκέσει η παγκόσμια υγειονομική κρίση του COVID-19; Και αν κρατήσει πολύ ακόμη, μήπως θέσει σε πραγματική δοκιμασία την παγκόσμια προσφορά τροφίμων;
Τελικά, πόσο ανθεκτικό είναι το σύστημα τροφίμων στην Ευρώπη, αλλά και στον πλανήτη;
Πρόσφατη ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο Reuters, εξηγεί τις τάσεις της αγοράς σε σχέση με την πανδημία του κοροναϊού. Ξεκινά διερευνώντας την πιθανότητα έλλειψης τροφίμων και τις επιπτώσεις της ακανόνιστης καταναλωτικής ζήτησης. Όλοι θυμούνται τις περασμένες εβδομάδες, όταν οι «αγορές πανικού» άδειασαν τα ράφια των σούπερ μάρκετ από είδη πρώτης ανάγκης και τρόφιμα, καθώς ο πληθυσμός σε πολλές περιοχές του κόσμου υπό το κράτος του φόβου και της ανασφάλειας προετοιμάζονταν για εγκλεισμό αγνώστου διαρκείας.
Οι παραγωγοί κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων καθώς και οι παραγωγοί φρούτων και λαχανικών προσπάθησαν για εβδομάδες να μετατοπίσουν τις συναλλαγές τους από τα εστιατόρια προς τα παντοπωλεία, κι αυτό δημιούργησε περισσότερη ανασφάλεια στους καταναλωτές.
Την ίδια στιγμή, όλοι προσπαθούν να είναι καθησυχαστικοί. Το λιανεμπόριο και οι Αρχές αναφέρουν ότι δεν υπάρχουν ελλείψεις τροφίμων και ότι οι παραδόσεις προϊόντων έχουν αποκατασταθεί στο δίκτυο λιανικής, ενώ πολλές επιχειρήσεις παραγωγής τροφίμων στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική έχουν αυξήσει την παραγωγή τους.
Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι οι «αγορές πανικού» υποχωρούν, καθώς τα νοικοκυριά έχουν στοκάρει πλήθος αναγκαίων τροφίμων και προσαρμόζονται σε μια νέα ρουτίνα, αυτή του εγκλεισμού.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι σε παγκόσμιο επίπεδο παραμένουν. Βραχυπρόθεσμα, η ελαχιστοποίηση αεροπορικών μεταφορών και οι καθυστερήσεις στις οδικές μεταφορές εμποδίζουν την παράδοση νωπών τροφίμων. Μεσοπρόθεσμα, οι περιορισμοί μετακινήσεων οδηγούν σε έλλειψη εργατικών χεριών και επηρεάζουν τη φύτευση και τη συγκομιδή – αναφέρεται ότι η Γαλλία κάλεσε τους πολίτες της να βοηθήσουν ώστε να αντισταθμιστεί η έλλειψη εργατών γης που εκτιμάται ότι θα ανέλθει στις 200 χιλ. εργαζομένους.
Το σκηνικό που δημιουργείται προκαλεί φόβους για πιθανές ελλείψεις τροφίμων και αύξηση τιμών σε βασικές καλλιέργειες. Μερικοί θυμούνται επίσης τις διατροφικές κρίσεις που συγκλόνισαν τις αναπτυσσόμενες χώρες πριν από μια δεκαετία.
Σύμφωνα με την ανάλυση, η μεταβολή στις τιμές των πρώτων υλών δεν περνούν αναγκαστικά στις τιμές λιανικής στα προϊόντα παντοπωλείου. Προφανώς οι επιχειρήσεις τροφίμων έχουν φροντίσει να αγοράσουν πρώτες ύλες από πριν, και μπορούν να κρατήσουν σχεδόν σταθερές τις τιμές. Ωστόσο, αυτό έχει χρονικά όρια σε όλες τις περιπτώσεις. Οι συνεχιζόμενες αυξήσεις τιμών θα περάσουν κάποια στιγμή στους καταναλωτές.
Τέλος, οι αναλυτές αναφέρουν ότι οι παγκόσμιες προμήθειες των ευρέως καταναλισκόμενων καλλιεργούμενων τροφίμων είναι επαρκείς. Ωστόσο, αφενός η συγκέντρωση της εξαγώγιμης προσφοράς ορισμένων τροφίμων σε μικρό αριθμό χωρών και αφετέρου οι περιορισμοί εξαγωγών από μεγάλες χώρες παραγωγής που μπορεί να επιδιώξουν επαρκή εγχώρια προσφορά, ίσως καταστήσουν εύθραυστο τον παγκόσμιο εφοδιασμό τροφίμων.