Του Χρήστου Πραμαντιώτη
Περίπου 1 δισ. ευρώ «έφυγε» από τη λιανική αγορά κρέατος και προϊόντων του στην επταετία 2010-2016. Το νούμερο αυτό προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ. Ειδικότερα, όπως δείχνει η έρευνα του περιοδικού Meat News η οποία δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νοεμβρίου, τα στοιχεία δείχνουν ότι η μέση δαπάνη που πραγματοποίησαν τα νοικοκυριά στην Ελλάδα για να αγοράσουν κρέας και προϊόντα του στο κρεοπωλείο, στο σούπερ μάρκετ ή σε άλλα καταστήματα, μειώνεται σημαντικά, με αποκορύφωμα τη δαπάνη των ετών 2012 και 2013. Τα δύο αυτά έτη οι συνολικές δαπάνες για κρέας έπεσαν κατά 7,4% και 6,11% αντιστοίχως.
Συγκεκριμένα, κατά τα έτη 2009 έως 2016, η δαπάνη για κρέας βοοειδών μειώθηκε σωρευτικά κατά περίπου 25%, η δαπάνη για κρέας πουλερικών κατά 8,8%, για χοιρινό κρέας κατά 7,4%. Σημαντική ήταν η μείωση στις κατηγορίες «Αλλαντικά και κρέατα αλίπαστα, σε άλμη, ξηρά ή καπνιστά» και «Λοιπά είδη διατηρημένου, επεξεργασμένου ή παρασκευασμένου κρέατος» (μείωση 26,7% και 14,5% αντιστοίχως). Μακράν μεγαλύτερη όμως ήταν η μείωση της δαπάνης για αιγοπρόβειο κρέας, η οποία άγγιξε το 45%. Αυτό το τελευταίο είχε ούτως ή άλλως αποκτήσει εδώ και χρόνια έναν… εποχικό χαρακτήρα, και η οικονομική κρίση επέφερε μεγαλύτερο πλήγμα στην κατανάλωσή του. «Ευτυχώς για τους αιγοπροβατοτρόφους που υπάρχει και η αγορά της Ιταλίας», λένε εδώ και δυο χρόνια άνθρωποι της αγοράς. Μάλιστα, η δαπάνη που πραγματοποιούν τα νοικοκυριά για να αγοράσουν αιγοπρόβειο κρέας κινείται, από το 2011 και μετά, σταθερά χαμηλότερα από την αντίστοιχη δαπάνη για αλλαντικά, κάτι που δεν συνέβαινε μέχρι τότε.
Τη γενική επιδίωξη για κατανάλωση φθηνότερων ειδών κρέατος αλλά και φθηνότερου κρέατος εντός του ίδιου είδους, δείχνει η σύγκριση των παραπάνω στοιχείων δαπάνης με τα στοιχεία της αγορασθείσας ποσότητας. Στη διάρκεια της εξεταζόμενης επταετίας τα νοικοκυριά αγόρασαν σωρευτικά 26,3% λιγότερο κρέας βοοειδών, 22,9% μικρότερη ποσότητα αλλαντικών, 3,7% λιγότερο χοιρινό, ενώ τις μεγαλύτερες απώλειες είχε το αιγοπρόβειο, που έχοντας μπει σε καθοδική πορεία έφτασε το 2016 να αγορασθεί σε 38,6% μικρότερη ποσότητα εν σχέσει με το 2009. Ως φθηνό είδος πηγής πρωτεϊνών, δεν αποτελεί έκπληξη ότι το κρέας πουλερικών, μετά την πτωτική φάση του 2010-2012, κινείται ανοδικά. Την ίδια στιγμή όμως πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αν και από το 2013 οι ποσότητες κρέατος πουλερικών που αγοράζουν οι καταναλωτές αυξάνονται, η δαπάνη που καταβάλλουν γι’ αυτές παραμένει σχετικά σταθερή. Πράγμα που δείχνει ότι το κρέας πουλερικών που αγοράζουν τα νοικοκυριά το βρίσκουν σε πιο χαμηλές τιμές – ως γνωστόν, είναι το πλέον πωλούμενο σε προσφορές είδος. Το αιγοπρόβειο κινείται με ανάλογο τρόπο, με τη διαφορά ότι εκεί μειώνεται πολύ η ποσότητα που αγοράζει ο καταναλωτής, αλλά μειώνεται ακόμη περισσότερο η δαπάνη που καταβάλλει. Δείγμα ότι και το αιγοπρόβειο βλέπει μείωση της τιμής λιανικής – και επειδή πρόκειται για είδος που η κατανάλωσή του προσδιορίζεται με εποχικά χαρακτηριστικά, οι προσφορές του Πάσχα έχουν βαρύνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της μέσης δαπάνης στη λιανική.
Ας δούμε μερικά ακόμη επιμέρους στοιχεία που έχουν την αξία τους. Μολονότι το 2016 η ποσότητα κρέατος που αγόρασαν τα νοικοκυριά στη λιανική ήταν μικρότερη από εκείνην του 2015, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις υπόλοιπες (εκτός της λιανικής) πηγές προμήθειας. Είναι προφανές ότι όποιος έχει δικά του ζωντανά και όποιος έχει «άκρες στο χωριό», τείνει να τις αξιοποιεί περισσότερο πλέον και αυτό συμβαίνει όπως είναι φυσικό, κυρίως με το αιγοπρόβειο και τα κοτόπουλα. Έτσι, το 2016 αυξήθηκαν κατά 6,93% οι ποσότητες κρέατος που το νοικοκυριό προμηθεύτηκε «Από δική του παραγωγή», κατά 54,89% οι ποσότητες που προήλθαν «Από δική του επιχείρηση», κατά 29,28% οι ποσότητες που προήλθαν «Από άλλες πηγές». Σε αντίθεση με τα προηγούμενα, μειώθηκαν κατά 71,6% οι ποσότητες που τα νοικοκυριά προμηθεύτηκαν «Από τον εργοδότη».
Στα κιλά το κοτόπουλο, στα ευρώ το μοσχάρι
ΚΛΙΚ εδώ για μεγέθυνση της εικόνας
Σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, το έτος 2016, στις ποσότητες που το μέσο νοικοκυριό προμηθευόταν από τη λιανική, κυριαρχούσαν τα πουλερικά με 31% και το μοσχάρι με 30%.
Στις δαπάνες κάθε νοικοκυριού για κρέας, το μοσχάρι κατελάμβανε το 41% και τα πουλερικά το 19%. Επιπλέον, το χοιρινό κατελάμβανε το 18% της δαπάνης κάθε νοικοκυριού για κρέας, το αιγοπρόβειο το 9%, τα αλλαντικά το 10%, τα λοιπά είδη επεξεργασμένου κρέατος το 2%.
Η επεξεργασία των στοιχείων δείχνει επιπλέον ότι στη συνολική δαπάνη του μέσου νοικοκυριού για είδη διατροφής το 2016, το κρέας και τα προϊόντα του καταλαμβάνουν το 23,76%, ποσοστό που εμφανίζεται οριακά αυξημένο σε σχέση με το 2015 (23,54%).
Σημειώνεται ότι το κρέας και τα προϊόντα του εξακολουθούσαν να καταλαμβάνουν το 2016 το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης των νοικοκυριών για είδη διατροφής, ακολουθούμενα από τα «Γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά».
Η περίπτωση των αλλαντικών
Μία ειδική αναφορά πρέπει να γίνει, στα αλλαντικά, που είναι ούτως ή άλλως μια ιδιαίτερη περίπτωση ανάμεσα στη γενική κατηγορία «Κρέας». Όπως προαναφέρθηκε, για προϊόντα της κατηγορίας «Αλλαντικά και κρέατα αλίπαστα, σε άλμη, ξηρά ή καπνιστά», η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών το 2016 ήταν μειωμένη σε σχέση με το 2009. Αντιστοίχως, η μέση μηνιαία ποσότητα που προμηθεύονταν τα νοικοκυριά από τη λιανική ήταν το 2016 μειωμένη κατά 22,94% σε σχέση με το 2009. Στην Ελλάδα, είχαμε ούτως ή άλλως χαμηλή κατά κεφαλή κατανάλωση αλλαντικών, αρκετά χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η οικονομική κρίση, και ενδεχομένως και η τροποποίηση διατροφικών επιλογών του καταναλωτή φέρνει ακόμη χαμηλότερη κατανάλωση, οδηγώντας τις επιχειρήσεις του κλάδου να δουν πιο εντατικά την εξαγωγική τους δραστηριότητα.
ΚΛΙΚ εδώ για μεγέθυνση της εικόνας
Στην περίπτωση των αλλαντικών πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι η πτωτική επίδοση άρχισε να σημειώνεται από το 2012 κι όχι από την έναρξη της κρίσης. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι στην τριετία 2012-2014 η δαπάνη των νοικοκυριών έπεφτε με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι έπεφταν οι ποσότητες που τα νοικοκυριά αγόραζαν στη λιανική. Η εικόνα αυτή αντιστράφηκε τη διετία 2015-2016, κατά την οποία η μείωση των ποσοτήτων που αγοράζονταν από τα καταστήματα συνοδευόταν από μικρότερη αναλογικά μείωση της δαπάνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2016 η ποσότητα αλλαντικών που αγόρασαν τα νοικοκυριά από τα καταστήματα ήταν 6,11% μικρότερη από το 2015, ενώ η δαπάνη που καταβλήθηκε ήταν αντίστοιχα 4,11% μικρότερη. Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζει και το 2015 σε σχέση με το 2014. Αυτό δείχνει ότι σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε το 2012-2014, για κάθε κιλό αγορασμένου προϊόντος δαπανήθηκαν λίγο περισσότερα χρήματα εκ μέρους των νοικοκυριών το 2015 και ακόμη περισσότερα το 2016.
Εξηγώντας τα παραπάνω, πηγές της βιομηχανίας αλλαντικών σημειώνουν ότι «τα νοικοκυριά έχουν εξορθολογίσει την κατανάλωσή τους σε όλες τις κατηγορίες τροφίμων. Αν και πρέπει να υπάρξει μελέτη των επιμέρους κατηγοριών, η ποσότητα πωλούμενων αλλαντικών συσχετίζεται με την οικονομική δυσχέρεια, ενώ η δαπάνη συνδέεται με τη διακύμανση της τιμής της πρώτης ύλης». Είναι εν τούτοις σαφές ότι σε αυτά τα ζητήματα παίζουν ρόλο και άλλα στοιχεία, ένα εκ των οποίων είναι οι νέοι προσανατολισμοί στις διατροφικές επιλογές, κάτι που καταδεικνύει και η Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑ, που δείχνει ότι το 2016 μειώθηκε η ποσότητα αλλαντικών που αγόρασαν τα νοικοκυριά, αλλά αυξήθηκε η επιμέρους ποσότητα, όπως και η δαπάνη, για αλλαντικά με μειωμένα λιπαρά.
Related Articles
Του Χρήστου Πραμαντιώτη
Περίπου 1 δισ. ευρώ «έφυγε» από τη λιανική αγορά κρέατος και προϊόντων του στην επταετία 2010-2016. Το νούμερο αυτό προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ. Ειδικότερα, όπως δείχνει η έρευνα του περιοδικού Meat News η οποία δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νοεμβρίου, τα στοιχεία δείχνουν ότι η μέση δαπάνη που πραγματοποίησαν τα νοικοκυριά στην Ελλάδα για να αγοράσουν κρέας και προϊόντα του στο κρεοπωλείο, στο σούπερ μάρκετ ή σε άλλα καταστήματα, μειώνεται σημαντικά, με αποκορύφωμα τη δαπάνη των ετών 2012 και 2013. Τα δύο αυτά έτη οι συνολικές δαπάνες για κρέας έπεσαν κατά 7,4% και 6,11% αντιστοίχως.
Συγκεκριμένα, κατά τα έτη 2009 έως 2016, η δαπάνη για κρέας βοοειδών μειώθηκε σωρευτικά κατά περίπου 25%, η δαπάνη για κρέας πουλερικών κατά 8,8%, για χοιρινό κρέας κατά 7,4%. Σημαντική ήταν η μείωση στις κατηγορίες «Αλλαντικά και κρέατα αλίπαστα, σε άλμη, ξηρά ή καπνιστά» και «Λοιπά είδη διατηρημένου, επεξεργασμένου ή παρασκευασμένου κρέατος» (μείωση 26,7% και 14,5% αντιστοίχως). Μακράν μεγαλύτερη όμως ήταν η μείωση της δαπάνης για αιγοπρόβειο κρέας, η οποία άγγιξε το 45%. Αυτό το τελευταίο είχε ούτως ή άλλως αποκτήσει εδώ και χρόνια έναν… εποχικό χαρακτήρα, και η οικονομική κρίση επέφερε μεγαλύτερο πλήγμα στην κατανάλωσή του. «Ευτυχώς για τους αιγοπροβατοτρόφους που υπάρχει και η αγορά της Ιταλίας», λένε εδώ και δυο χρόνια άνθρωποι της αγοράς. Μάλιστα, η δαπάνη που πραγματοποιούν τα νοικοκυριά για να αγοράσουν αιγοπρόβειο κρέας κινείται, από το 2011 και μετά, σταθερά χαμηλότερα από την αντίστοιχη δαπάνη για αλλαντικά, κάτι που δεν συνέβαινε μέχρι τότε.
Τη γενική επιδίωξη για κατανάλωση φθηνότερων ειδών κρέατος αλλά και φθηνότερου κρέατος εντός του ίδιου είδους, δείχνει η σύγκριση των παραπάνω στοιχείων δαπάνης με τα στοιχεία της αγορασθείσας ποσότητας. Στη διάρκεια της εξεταζόμενης επταετίας τα νοικοκυριά αγόρασαν σωρευτικά 26,3% λιγότερο κρέας βοοειδών, 22,9% μικρότερη ποσότητα αλλαντικών, 3,7% λιγότερο χοιρινό, ενώ τις μεγαλύτερες απώλειες είχε το αιγοπρόβειο, που έχοντας μπει σε καθοδική πορεία έφτασε το 2016 να αγορασθεί σε 38,6% μικρότερη ποσότητα εν σχέσει με το 2009. Ως φθηνό είδος πηγής πρωτεϊνών, δεν αποτελεί έκπληξη ότι το κρέας πουλερικών, μετά την πτωτική φάση του 2010-2012, κινείται ανοδικά. Την ίδια στιγμή όμως πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αν και από το 2013 οι ποσότητες κρέατος πουλερικών που αγοράζουν οι καταναλωτές αυξάνονται, η δαπάνη που καταβάλλουν γι’ αυτές παραμένει σχετικά σταθερή. Πράγμα που δείχνει ότι το κρέας πουλερικών που αγοράζουν τα νοικοκυριά το βρίσκουν σε πιο χαμηλές τιμές – ως γνωστόν, είναι το πλέον πωλούμενο σε προσφορές είδος. Το αιγοπρόβειο κινείται με ανάλογο τρόπο, με τη διαφορά ότι εκεί μειώνεται πολύ η ποσότητα που αγοράζει ο καταναλωτής, αλλά μειώνεται ακόμη περισσότερο η δαπάνη που καταβάλλει. Δείγμα ότι και το αιγοπρόβειο βλέπει μείωση της τιμής λιανικής – και επειδή πρόκειται για είδος που η κατανάλωσή του προσδιορίζεται με εποχικά χαρακτηριστικά, οι προσφορές του Πάσχα έχουν βαρύνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της μέσης δαπάνης στη λιανική.
Ας δούμε μερικά ακόμη επιμέρους στοιχεία που έχουν την αξία τους. Μολονότι το 2016 η ποσότητα κρέατος που αγόρασαν τα νοικοκυριά στη λιανική ήταν μικρότερη από εκείνην του 2015, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις υπόλοιπες (εκτός της λιανικής) πηγές προμήθειας. Είναι προφανές ότι όποιος έχει δικά του ζωντανά και όποιος έχει «άκρες στο χωριό», τείνει να τις αξιοποιεί περισσότερο πλέον και αυτό συμβαίνει όπως είναι φυσικό, κυρίως με το αιγοπρόβειο και τα κοτόπουλα. Έτσι, το 2016 αυξήθηκαν κατά 6,93% οι ποσότητες κρέατος που το νοικοκυριό προμηθεύτηκε «Από δική του παραγωγή», κατά 54,89% οι ποσότητες που προήλθαν «Από δική του επιχείρηση», κατά 29,28% οι ποσότητες που προήλθαν «Από άλλες πηγές». Σε αντίθεση με τα προηγούμενα, μειώθηκαν κατά 71,6% οι ποσότητες που τα νοικοκυριά προμηθεύτηκαν «Από τον εργοδότη».
Στα κιλά το κοτόπουλο, στα ευρώ το μοσχάρι
ΚΛΙΚ εδώ για μεγέθυνση της εικόνας
Σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, το έτος 2016, στις ποσότητες που το μέσο νοικοκυριό προμηθευόταν από τη λιανική, κυριαρχούσαν τα πουλερικά με 31% και το μοσχάρι με 30%.
Στις δαπάνες κάθε νοικοκυριού για κρέας, το μοσχάρι κατελάμβανε το 41% και τα πουλερικά το 19%. Επιπλέον, το χοιρινό κατελάμβανε το 18% της δαπάνης κάθε νοικοκυριού για κρέας, το αιγοπρόβειο το 9%, τα αλλαντικά το 10%, τα λοιπά είδη επεξεργασμένου κρέατος το 2%.
Η επεξεργασία των στοιχείων δείχνει επιπλέον ότι στη συνολική δαπάνη του μέσου νοικοκυριού για είδη διατροφής το 2016, το κρέας και τα προϊόντα του καταλαμβάνουν το 23,76%, ποσοστό που εμφανίζεται οριακά αυξημένο σε σχέση με το 2015 (23,54%).
Σημειώνεται ότι το κρέας και τα προϊόντα του εξακολουθούσαν να καταλαμβάνουν το 2016 το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης των νοικοκυριών για είδη διατροφής, ακολουθούμενα από τα «Γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά».
Η περίπτωση των αλλαντικών
Μία ειδική αναφορά πρέπει να γίνει, στα αλλαντικά, που είναι ούτως ή άλλως μια ιδιαίτερη περίπτωση ανάμεσα στη γενική κατηγορία «Κρέας». Όπως προαναφέρθηκε, για προϊόντα της κατηγορίας «Αλλαντικά και κρέατα αλίπαστα, σε άλμη, ξηρά ή καπνιστά», η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών το 2016 ήταν μειωμένη σε σχέση με το 2009. Αντιστοίχως, η μέση μηνιαία ποσότητα που προμηθεύονταν τα νοικοκυριά από τη λιανική ήταν το 2016 μειωμένη κατά 22,94% σε σχέση με το 2009. Στην Ελλάδα, είχαμε ούτως ή άλλως χαμηλή κατά κεφαλή κατανάλωση αλλαντικών, αρκετά χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η οικονομική κρίση, και ενδεχομένως και η τροποποίηση διατροφικών επιλογών του καταναλωτή φέρνει ακόμη χαμηλότερη κατανάλωση, οδηγώντας τις επιχειρήσεις του κλάδου να δουν πιο εντατικά την εξαγωγική τους δραστηριότητα.
ΚΛΙΚ εδώ για μεγέθυνση της εικόνας
Στην περίπτωση των αλλαντικών πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι η πτωτική επίδοση άρχισε να σημειώνεται από το 2012 κι όχι από την έναρξη της κρίσης. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι στην τριετία 2012-2014 η δαπάνη των νοικοκυριών έπεφτε με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι έπεφταν οι ποσότητες που τα νοικοκυριά αγόραζαν στη λιανική. Η εικόνα αυτή αντιστράφηκε τη διετία 2015-2016, κατά την οποία η μείωση των ποσοτήτων που αγοράζονταν από τα καταστήματα συνοδευόταν από μικρότερη αναλογικά μείωση της δαπάνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2016 η ποσότητα αλλαντικών που αγόρασαν τα νοικοκυριά από τα καταστήματα ήταν 6,11% μικρότερη από το 2015, ενώ η δαπάνη που καταβλήθηκε ήταν αντίστοιχα 4,11% μικρότερη. Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζει και το 2015 σε σχέση με το 2014. Αυτό δείχνει ότι σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε το 2012-2014, για κάθε κιλό αγορασμένου προϊόντος δαπανήθηκαν λίγο περισσότερα χρήματα εκ μέρους των νοικοκυριών το 2015 και ακόμη περισσότερα το 2016.
Εξηγώντας τα παραπάνω, πηγές της βιομηχανίας αλλαντικών σημειώνουν ότι «τα νοικοκυριά έχουν εξορθολογίσει την κατανάλωσή τους σε όλες τις κατηγορίες τροφίμων. Αν και πρέπει να υπάρξει μελέτη των επιμέρους κατηγοριών, η ποσότητα πωλούμενων αλλαντικών συσχετίζεται με την οικονομική δυσχέρεια, ενώ η δαπάνη συνδέεται με τη διακύμανση της τιμής της πρώτης ύλης». Είναι εν τούτοις σαφές ότι σε αυτά τα ζητήματα παίζουν ρόλο και άλλα στοιχεία, ένα εκ των οποίων είναι οι νέοι προσανατολισμοί στις διατροφικές επιλογές, κάτι που καταδεικνύει και η Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑ, που δείχνει ότι το 2016 μειώθηκε η ποσότητα αλλαντικών που αγόρασαν τα νοικοκυριά, αλλά αυξήθηκε η επιμέρους ποσότητα, όπως και η δαπάνη, για αλλαντικά με μειωμένα λιπαρά.