Η έκθεση της Γερμανικής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος προτείνει και μείωση των κοπαδιών
Related Articles
Αρχές Μαρτίου δημοσιοποιήθηκε η έκθεση της Γερμανικής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος η οποία έχει ως στόχο να δώσει εφ’ όλης της ύλης διαθέσιμες επιλογές για ένα διεθνές βιώσιμο σύστημα τροφίμων. Επιδιώκει, επίσης, να εντοπίσει τα διάφορα εμπόδια στη θέσπιση των μέτρων που αφορούν το βιώσιμο σύστημα, ευθυγραμμισμένη με την πολιτική της Ε.Ε. για μείωση και των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων.
Ο αντίκτυπος του συστήματος τροφίμων στις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (GHG) και στην κλιματική αλλαγή έχει πλέον αποδειχθεί. Σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), το ένα πέμπτο έως το ένα τρίτο (21-37%) των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου προκαλούνται από το σύστημα τροφίμων, εκ των οποίων το 9-14% προέρχεται «από καλλιέργειες και κτηνοτροφικές δραστηριότητες εντός της πύλης του αγροκτήματος». Η κτηνοτροφική παραγωγή δεν αποτελεί μόνο σημαντική πηγή αερίων του θερμοκηπίου, αλλά αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα απώλειας βιοποικιλότητας και πίεσης στους υδάτινους πόρους.
Η δήλωση αυτή επιβεβαιώθηκε εκ νέου από πρόσφατη δημοσίευση της Γερμανικής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος. Εφαρμόζοντας ένα παγκόσμιο αναλυτικό πλαίσιο, η παρούσα έκθεση έχει ως στόχο να δώσει μια επισκόπηση των διαφόρων διαθέσιμων επιλογών μετριασμού για ένα διεθνές βιώσιμο σύστημα τροφίμων. Επιδιώκει επίσης να εντοπίσει τα διάφορα εμπόδια στη θέσπιση τέτοιων μέτρων. Οι επιλογές μετριασμού χωρίζονται σε δύο πλευρές της αγοράς, δηλαδή την πλευρά της προσφοράς και την πλευρά της ζήτησης. Κυμαίνονται από την αλλαγή της έντασης της καλλιέργειας έως τη μετάβαση προς την εκτατικοποίηση της φυτικής παραγωγής έως τα μέτρα αποθήκευσης άνθρακα για τη μείωση της σπατάλης τροφίμων και την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών.
Μέτρα από την πλευρά της προσφοράς
1) Αλλαγή της έντασης της καλλιέργειας για να προχωρήσουμε προς την εκτατικοποίηση της φυτικής παραγωγής (π.χ. γεωργοδασοκομία, αύξηση των γαιών υπό αγρανάπαυση, συνδυασμένα συστήματα καλλιέργειας-κτηνοτροφίας, ανάπτυξη βιολογικής γεωργίας κ.λπ.).
2) Βελτιωμένη διαχείριση των αζωτούχων λιπασμάτων.
3) Βελτιωμένη διαχείριση της ζωικής κοπριάς.
4) Μείωση των εκπομπών από την κτηνοτροφία.
5) Αποθήκευση άνθρακα σε γεωργικά συστήματα.
6) Μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από την καλλιέργεια ρυζιού.
7) Πρακτικές καύσης.
Μέτρα από την πλευρά της ζήτησης
1. Μείωση της σπατάλης και της απώλειας τροφίμων.
2. Αλλαγή διατροφικών συνηθειών.
3. Μείωση της αποψίλωσης των δασών για τη δημιουργία αρόσιμης γης και χορτολιβαδικών εκτάσεων.
Ένα σημαντικό στοιχείο αυτής της έκθεσης είναι η ανάγκη μείωσης της παγκόσμιας ζωικής παραγωγής και κατανάλωσης μέσω της υιοθέτησης πλούσιων σε φυτά διατροφής: «Χωρίς τη μετάβαση σε δίαιτες που βασίζονται κυρίως σε φυτά και την εφαρμογή περαιτέρω μέτρων μετριασμού, θα είναι αδύνατο να επιτευχθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού και να διατηρηθούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις του συστήματος τροφίμων εντός των ορίων του πλανήτη». Ως εκ τούτου, διάφορες επιλογές μετριασμού περιλαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα που σχετίζονται με τη μείωση της ζωικής παραγωγής. Για παράδειγμα, αποδεικνύεται ότι η μείωση των εκπομπών από την κτηνοτροφία χάρη στην παρακολούθηση της υγείας ή τη βελτιωμένη διαχείριση των βοσκοτόπων μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν συνδέεται με τη μείωση των κοπαδιών ζώων. Από την πλευρά της ζήτησης, καθίσταται σαφές από την έκθεση ότι η εξαίρεση των προϊόντων ζωικής προέλευσης – με την κατανάλωση βοείου κρέατος να διαδραματίζει βασικό ρόλο – θα βοηθούσε στη μείωση των ζητημάτων υγείας και του κόστους της κλιματικής αλλαγής. Αυτή η μείωση της κατανάλωσης και, συνεπώς, της ζήτησης ζωικών προϊόντων θα είχε επιπλέον σημαντικές επιπτώσεις στην αποψίλωση των δασών. Πράγματι, ένα μεγάλο μέρος της αποψίλωσης των τροπικών δασών – περίπου το 60% – οφείλεται στην επέκταση της γεωργικής γης για καλλιέργειες, βοσκότοπους και φυτείες, εκ των οποίων περισσότερο από το ήμισυ συνδέεται με την παραγωγή βοοειδών και ελαιούχων σπόρων. Ως εκ τούτου, η μείωση της ζήτησης για αυτά τα προϊόντα θα περιόριζε την πίεση στα τροπικά οικοσυστήματα και, ως εκ τούτου, θα μείωνε τις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Επιπλέον, η έκθεση τονίζει τον ρόλο των διατροφικών αλλαγών στην επισιτιστική ασφάλεια. Με 702 έως 828 εκατομμύρια ανθρώπους να πλήττονται από την πείνα το 2021 - ένας αριθμός που έχει αυξηθεί μετά την πανδημία covid-19 και τον πόλεμο στην Ουκρανία - η επισιτιστική ασφάλεια είναι ένα επείγον θέμα αυτή τη στιγμή. Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος των καλλιεργειών (40%) χρησιμοποιείται για τη διατροφή των ζώων και όχι των ανθρώπων. Ως εκ τούτου, όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς, η αφιέρωση αυτών των καλλιεργειών σε τρόφιμα με την υιοθέτηση μιας πλούσιας σε φυτά διατροφής θα επέτρεπε την παραγωγή αρκετών τροφίμων για τον παγκόσμιο πληθυσμό, που εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 9,7 δισεκατομμύρια έως το 2050.
Τα μέτρα αυτά δεν είναι εύκολο να εφαρμοστούν, δεδομένου ότι αντιμετωπίζουν μια σειρά εμποδίων, τα οποία προέρχονται από το γεωργικό, εθνικό, διεθνές και ατομικό επίπεδο και προέρχονται από ευρύ φάσμα παραγόντων. Η έκθεση εντόπισε έξι τύπους εμποδίων: οικονομικό, πολιτικό/νομικό, τεχνικό, κοινωνικοπολιτιστικό, θεσμικό και βιοφυσικό/περιβαλλοντικό. Πολλές από αυτές εμποδίζουν τη λήψη μέτρων που αποσκοπούν στη μείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης ζωικών προϊόντων. Η έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με τις συνέπειες του κτηνοτροφικού τομέα στην κλιματική αλλαγή και η έλλειψη θεσμικής στήριξης, συμβουλών ή διαθέσιμων πληροφοριών εμποδίζει την προθυμία των γεωργών να αποδεχθούν τέτοια μέτρα. Σε εθνικό επίπεδο, οι οικονομικοί στόχοι και οι στόχοι επισιτιστικής ασφάλειας για την αύξηση της παραγωγής και η απουσία μιας καλά σχεδιασμένης πολιτικής για το κλίμα, συμπεριλαμβανομένου ενός σαφούς οράματος για τη βιώσιμη γεωργία, αποτελούν εμπόδια στην έγκριση φιλόδοξων μέτρων. Επιπλέον, τέτοιες πολιτικές πρέπει να εφαρμοστούν σε διεθνές επίπεδο προκειμένου να αποφευχθεί η διαρροή άνθρακα σε άλλες χώρες. Πράγματι, λόγω του εμπορίου και των εισαγωγών, τα 2/3 των μειωμένων γεωργικών εκπομπών στον παγκόσμιο Βορρά θα αντισταθμιστούν από την αύξηση των εκπομπών στον παγκόσμιο νότο. Τέλος, λόγω της διατροφικής κουλτούρας και παράδοσης, είναι δύσκολο να αλλάξουν οι διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων, οι οποίες τελικά συνδέονται με την υποκειμενική ελευθερία επιλογής τους.
Συνεπώς, τα εμπόδια είναι πολυάριθμα, αλλά όχι ανυπέρβλητα, όπως δείχνει η έκθεση. Μπορούν να πραγματοποιηθούν διάφορες μεταρρυθμίσεις σε γεωργικό, εθνικό, διεθνές και καταναλωτικό επίπεδο για την αντιμετώπιση των εμποδίων. Μεταξύ αυτών, τονίζει την ανάγκη εφαρμογής αυστηρότερων νόμων και κανονισμών για τον προσανατολισμό της παραγωγής σε πιο βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις, για τη μεταρρύθμιση των γεωργικών επιδοτήσεων ώστε να δεσμεύονται από υψηλές περιβαλλοντικές απαιτήσεις. Σε διεθνές επίπεδο, η μελέτη τονίζει τον ρόλο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) στον συντονισμό των κρατών και στη ρύθμιση της παγκόσμιας αγοράς. Σε επίπεδο καταναλωτών, οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στην εκπαίδευση, τη γνώση αλλά και στην προώθηση αναλόγων κρέατος και επισήμανσης των τροφίμων. Επιπλέον, για να μπορέσει ολόκληρος ο πληθυσμός να έχει πρόσβαση σε καλύτερα, υγιέστερα και πιο βιώσιμα τρόφιμα, είναι απαραίτητο να βελτιωθεί η κοινωνική ευημερία και να καταστούν τα βιώσιμα τρόφιμα πιο προσιτά. Τέλος, η έκθεση τονίζει τη σημασία της συμμετοχής όλων των ενδιαφερόμενων μερών από όλα τα επίπεδα, προκειμένου να επιτευχθεί η μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο σύστημα τροφίμων.
Ως εκ τούτου, στη μελέτη αυτή τονίζεται η σημασία της αλλαγής της διατροφής, η οποία συνεπάγεται μείωση της κατανάλωσης ζωικών προϊόντων και αύξηση των φυτικών τροφίμων. Η υιοθέτηση μιας τέτοιας δίαιτας είναι επωφελής όχι μόνο για την ανθρώπινη υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων αλλά και για το περιβάλλον. Επιπλέον, διαδραματίζει καίριο ρόλο στην επισιτιστική ασφάλεια. Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς την υποστήριξη ισχυρών πολιτικών και ρυθμιστικών μέτρων. Στην Ευρώπη, παρά τις ισχυρές φιλοδοξίες για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και για προστασία και αποκατάσταση της βιοποικιλότητας, η μετάβαση παραμένει δύσκολη. Ορισμένα νομοθετικά έργα καθυστερούν ή ακόμη και μπλοκάρονται, ενώ άλλα αγωνίζονται να εφαρμόσουν τις δύσκολες αλλά αναγκαίες αλλαγές.
Πηγή: euroveg.eu