Βελτίωση στην κατανάλωση, αλλά και χαμηλές προσδοκίες δείχνει η Ετήσια Έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ

06 March 2019

Βελτίωση στην κατανάλωση, αλλά και χαμηλές προσδοκίες δείχνει η Ετήσια Έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ

3 στα 10 νοικοκυριά διαβιούν με ετήσιο εισόδημα λιγότερο από 10.000 € ● για 1 στα 2 νοικοκυριά το μηνιαίο εισόδημα δεν επαρκεί για όλο τον μήνα ● 9 στα 10 νοικοκυριά δεν μπορούν να αποταμιεύσουν ● 2 στα 10 νοικοκυριά έχουν τουλάχιστον 1 άνεργο μέλος ● για 1 στα 2 νοικοκυριά η κύρια πηγή εισοδήματος είναι η σύνταξη ● περισσότερα από 2 στα 10 νοικοκυριά έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία ή τις τράπεζες.

Σε αυτά τα ευρήματα οδηγήθηκε η φετινή έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών, η 1η που διεξάγεται ύστερα από την ολοκλήρωση των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας. Η έρευνα καταγράφει μια βελτίωση στους περισσότερους από τους δείκτες προσδιορισμού της κατάστασης των νοικοκυριών, γεγονός που ακολουθεί την γενικότερη βελτίωση που καταγράφουν οι κύριοι δείκτες της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο είναι εμφανείς οι επιπτώσεις από την 10ετή οικονομική κρίση και την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που επιλέχθηκε ως μέτρο αντιμετώπισης της κρίσης χρέους της ελληνικής οικονομίας.

«Με βάση αυτά τα βασικά ευρήματα, για την έξοδο των νοικοκυριών από τον κίνδυνο φτώχειας απαιτούνται πολιτικές ενίσχυσης των εισοδημάτων τους που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, άρα δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και νέου πλούτου» επισημαίνει η έρευνα σημειώνοντας ότι:

  • Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνοδευτεί με κάποια επιπρόσθετα μέτρα που: α) επηρεάζουν τον τελικό καθαρό μισθό και β) επηρεάζουν την επιχειρηματική συμπεριφορά εν γένει. Δηλαδή, αφενός απαιτείται η κατάργηση της μείωσης του αφορολόγητου που έχει προβλεφθεί να ισχύσει από το 2020. Αφετέρου, θέμα άμεσης προτεραιότητας είναι ο τρόπος υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των μη μισθωτών. Δεδομένου ότι οι ασφαλιστικές εισφορές των μη μισθωτών υπολογίζονται με βάση τον εκάστοτε κατώτατο μισθό η πρόσφατη αύξησή του οδηγεί και σε επαύξηση της κατώτατης ασφαλιστικής εισφοράς των μη μισθωτών, κάτι που ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης μπορεί να επηρεάσει λιγότερο ή περισσότερο την επιχειρηματική δραστηριότητα και συμπεριφορά. Ως εκ τούτου θα πρέπει άμεσα το ζήτημα αυτό να διευθετηθεί, ειδάλλως, «η μη διευθέτησή του μπορεί να επηρεάσει και τις μελλοντικές διαβουλεύσεις για το ύψος του κατώτατου μισθού» σημειώνει η ΓΣΕΒΕΕ.
  • Η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν επαρκεί για την ικανοποιητική αύξηση των εισοδημάτων και τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας. Διαχρονικό ζητούμενο είναι η δημιουργία ενός φιλικού προς τις επιχειρήσεις περιβάλλοντος και η αποτελεσματικότερη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου. Η επιχειρηματική ανάπτυξη δεν μπορεί να συντελεστεί σε συνθήκες υπερφορολόγησης, έλλειψης χρηματοδότησης και υψηλού γραφειοκρατικού και διοικητικού κόστους συμμόρφωσης. 
  • Επιπλέον, οι επιδοματικές πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί (κοινωνικό μέρισμα, κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης) δεν επαρκούν για να καλύψουν το εισοδηματικό χάσμα και παράλληλα προϋποθέτουν την δημιουργία υπερπλεονασμάτων για την εξεύρεση των σχετικών πόρων. Αυτό φαίνεται πως εξαντλεί συνολικά την ελληνική οικονομία και της αφαιρεί την όποια δυνατότητα δημιουργίας προϋποθέσεων βιώσιμης και μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης. Ωστόσο, το ζήτημα είναι περισσότερο σύνθετο, τονίζει η ΓΣΕΒΕΕ, καθώς ένα μέρος του προβλήματος αφορά την κρίση (εξαιτίας της σχετικής απαρχαίωσής τους) στην οποία βρίσκονται τα φορολογικά συστήματα από το ιδιότυπο φορολογικό ντάμπινγκ των λεγόμενων φορολογικών παραδείσων ή των κρατών με πολύ χαμηλούς συντελεστές. Έτσι τα φορολογικά συστήματα που στα χέρια των κυβερνήσεων λειτουργούσαν ως μηχανισμός αποτελεσματικής και δίκαιης ανακατανομής του εισοδήματος και άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, έχουν αρχίσει να χάνουν τόσο το στοιχείο της αποτελεσματικότητας όσο και το στοιχείο της δικαιοσύνης. Η δυνατότητα που έχουν τόσο οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες όσο και οι πλουσιότεροι άνθρωποι του πλανήτη, να επιλέγουν τις χώρες εκείνες με τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και να περιορίζουν εάν όχι να εκμηδενίζουν τις απώλειες στα κέρδη τους, έχει μεταλλάξει τη φύση των φορολογικών συστημάτων από μηχανισμούς αναδιανομής των εισοδημάτων σε καθαρά εισπρακτικούς μηχανισμούς για την διατήρηση κάποιου επιπέδου λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και ενός ελάχιστου επιπέδου κοινωνικών παροχών. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί συνθήκες συνεχώς εντεινόμενης ανισότητας. «Στην ελληνική περίπτωση η κατάσταση είναι δυσμενέστερη καθώς μέσα από την φορολογία καλούμαστε να εξυπηρετήσουμε και το υπέρογκο δημόσιο χρέος. Στο πλαίσιο αυτό, ο μακροπρόθεσμος στόχος επίτευξης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% έως το 2022 και 2,2% έως το 2060) που προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει στην ανάγκη εξεύρεσης επιπρόσθετων πόρων από την πραγματική οικονομία λειτουργώντας ως τροχοπέδη στην προώθηση ενός βιώσιμου αναπτυξιακού προγράμματος, με έμφαση στην κοινωνική ευημερία και στη μείωση των ανισοτήτων».
  • Με βάση αυτά είναι δύσκολο να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις αντιστροφής της υψηλής εξάρτησης των μισών περίπου νοικοκυριών από την σύνταξη ως κύριας πηγής εισοδήματος.
  • Επιπλέον, η αδυναμία των ελληνικών νοικοκυριών να αποταμιεύσουν αντανακλά και τις χαμηλές τους προσδοκίες για το μέλλον, αφαιρώντας παράλληλα ένα μέρος των κεφαλαίων που χρειάζονται οι τράπεζες για χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία.

Σε αυτό το φόντο, η ολοκλήρωση των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής δίνει ένα περιθώριο προώθησης μιας περισσότερο ευέλικτης και προσαρμοσμένης πολιτικής στις ανάγκες των ελληνικών νοικοκυριών. «Ωστόσο αυτό απαιτεί ένα πλαίσιο ευρύτερης συνεννόησης του πολιτικού προσωπικού της χώρας με στόχο την ενίσχυση και προώθηση της υγιούς επιχειρηματικότητας, στη βάση μιας ισχυρής αντιολιγοπωλιακής πολιτικής και ισότιμης συμμετοχής στην οικονομική ευημερία» υπογραμμίζει η ΓΣΕΒΕΕ.

Η έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC Α.Ε. σε πανελλαδικό δείγμα 804 νοικοκυριών, στο διάστημα 7 έως 12 Δεκεμβρίου 2018.

Ολόκληρη την έρευνα μπορείτε να δείτε εδώ.

06 March 2019
Banner
Banner