Μια Άποψη για την Ελληνική Χοιροτροφία
Related Articles
του Ιωάννη Μπούρα
[Γεωπόνος Ζωοτέχνης ΑΠΘ
Πρόεδρος της Νέας Ομοσπονδίας Χοιροτροφικών Συλλόγων Ελλάδος]
Η χοιροτροφία δεν είναι από τους πιο δημοφιλείς κλάδους της κτηνοτροφίας και επί χρόνια βρίσκεται στην σκιά της αιγοπροβοτοτροφίας - όχι άδικα θα έλεγε κανείς. Από την πλευρά της πολιτείας, ο μεγάλος αριθμός απασχολούμενων στον κλάδο της αιγοπροβατοτροφίας με την κοινωνική και πολιτική σημασία που έχει αυτός ο αριθμός, οι επιδοτήσεις που έρεαν στον κλάδο, η φέτα που είναι η αιχμή του δόρατος των ζωοκομικών προϊόντων λόγω και του εξαγωγικού της χαρακτήρα δικαιολογεί ως ένα βαθμό τη συμπεριφορά αυτή της πολιτείας.
Από την άλλη πλευρά και η δική μας ευθύνη είναι μεγάλη και ο τρόπος που διαχειριστήκαμε τις επιχειρήσεις μας και πορευτήκαμε ως κλάδος δεν ήταν ο καλύτερος. Το κλείσιμο αρκετών επιχειρήσεων και κυρίως μεγάλων επιχειρήσεων του κλάδου και ο θόρυβος που προκαλούσαν στις τοπικές κοινωνίες λειτούργησε από την μια όσο αφορά εμάς τους παραγωγούς, σε ένα βαθμό, ως αποδοχή ότι είναι δύσκολο να ασκείς χοιροτροφία στην Ελλάδα υγιή και από την άλλη αποτρεπτικά για επίδοξους νέους χοιροτρόφους. Είναι όμως έτσι; Είναι πράγματι δύσκολο να διατηρεί κανείς στην Ελλάδα υγιή χοιροτροφική μονάδα; Πιστεύω πως όχι.
Ας δούμε όμως πώς στήθηκε η χοιροτροφία στην Ελλάδα και ποιο μοντέλο ακολουθήθηκε γιατί ίσως βοηθήσει να δούμε τι λάθη έγιναν και μιλάμε σήμερα για μια κατάσταση φθίνουσα ή στάσιμη. Οι περισσότερες χοιροτροφικές μονάδες στήθηκαν τις δεκαετίες του ’70-’80-’90. Ειδικά τις δεκαετίες του ’80 και ’90 υπήρχαν πολλά επιδοτούμενα προγράμματα εγκατάστασης με καλό ποσοστό επιδότησης η εκταμίευση της οποίας όμως λόγω της γνωστής ελληνικής γραφειοκρατίας αργούσε πολύ με αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό της επιδότησης να εξανεμίζεται. Ταυτόχρονα υπήρχε εύκολος τραπεζικός δανεισμός αλλά με ακραία επιτόκια που έφταναν έως και το 30% που συνοδεύονταν από τακτές κεφαλαιοποίησης τόκων, που σύντομα εκτόξευε το χρέος των επιχειρήσεων. Αυτό έβαλε σε ένα σπιράλ δυσλειτουργίας τις επιχειρήσεις που λόγω κακής ρευστότητας και χάσιμο της αξιοπιστίας αυτών οδηγούνταν σε:
- Αύξηση του κόστους παραγωγής εξαιτίας της χαμηλής διαπραγματευτικής δύναμης των παραγωγών. Έχοντας το 70% του κόστους παραγωγής τη διατροφή, κατανοούμε την σημασία αυτού του παράγοντα.
- Μη αντικατάσταση του γενετικού υλικού που οδηγούσε σε χαμηλή παραγωγικότητα.
- Μη συντήρηση και βελτίωση των εγκαταστάσεων που οδηγούσε σε υψηλά ποσοστά θνησιμότητας
- Επίσης οδηγούσε σε πωλήσεις σε χαμηλές τιμές προκειμένου να εξασφαλιστεί ρευστότητα.
Για να μην λέμε όμως πάντα ότι φταίει το σύστημα και εμείς όχι, ο κυριότερος ίσως λόγος που οδήγησε πολλές επιχειρήσεις να είναι μη ανταγωνιστικές είναι ότι δε στοχεύσαμε ή δεν πιστέψαμε στη σημασία της παραγωγικότητας. Θεωρούσαμε ότι μοναδικός παράγοντας βιωσιμότητας μιας επιχείρησης είναι η τιμή πώλησης.
Παρόλα αυτά, αυτό το «μοντέλο» άντεξε σε μεγάλο βαθμό ως τις αρχές της δεκαετίας του 2000 κυρίως λόγω των συχνών υποτιμήσεων της δραχμής που έδιναν ώθηση στις τιμές πώλησης αλλά και λόγω της δύσκολης πρόσβασης στις εισαγωγές. Δεν πραγματοποιούνταν οι εισαγωγές με την ευκολία που γίνονται σήμερα με το ενιαίο νόμισμα αλλά δεν υπήρχαν και οι υποδομές να υποδεχθούν και να διαθέσουν μεγάλες ποσότητες εισαγόμενων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την καλύτερη αξιοποίηση της τουριστικής περιόδου από την εγχώρια παραγωγή, πράγμα που για αρκετούς μήνες του έτους οι τιμές πώλησης ήταν ικανοποιητικές. Ταυτόχρονα η κατανάλωση χοιρινού κρέατος αυξάνονταν σημαντικά λόγω της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. Εδώ να κάνουμε μια παρένθεση όσο αφορά τη συζήτηση ότι η αυτάρκεια της δεκαετίας το ’80 ήταν 80% και σήμερα 30%. Αυτό κυρίως οφείλεται στην αύξηση της κατανάλωσης που ήταν ραγδαία και όχι τόσο στη μείωση της παραγωγής.
Από το 2012 με το ενιαίο νόμισμα το ενδοκοινοτικό εμπόριο έγινε πολύ πιο απλό οι εισαγωγές πραγματοποιούνταν με ιδιαίτερη ταχύτητα και ευκολία. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία υποδομών άριστων να υποδεχτούν να επεξεργαστούν και να διαθέσουν στην αγορά εισαγόμενα κρέατα. Το εγχώριο χοιρινό άρχισε να χάνει σταδιακά τη μαζική εστίαση το έτοιμο φαγητό (fast food) λόγω της ευκολίας που παρείχε το εισαγόμενο στην πρόσβαση σε τεμάχια. Ταυτόχρονα η δημιουργία πολλών μικρών τεμαχιστηρίων από τους διακινητές εγχώριου κρέατος αύξησε το κόστος διαχείρισης και διάθεσης του ελληνικού χοιρινού λόγω όγκου, διαφορετικό ήταν το κόστος για τον έμπορο ελληνικού χοιρινού όταν διακινούσε μισάδι και διαφορετικό όταν αναγκάστηκε να κάνει τεμαχιστήριο και να δημιουργήσει κόστος παγίων και προσωπικού. Αυτό το κόστος για έναν έμπορο της τάξης των 200-300 χοιρινών την εβδομάδα ήταν σημαντικό και το μετακύλησε στον παραγωγό. Η πίεση αυτή σε συνδυασμό και με την κρίση των δημητριακών το 2007-2008 προκάλεσε ένα νέο κύμα λουκέτων αυτή τη δεκαετία.
Και ερχόμαστε στα τελευταία 7 χρόνια που είναι και τα χρόνια της κρίσης όπου η εγχώρια παραγωγή παρουσιάζει σταθερότητα σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ. Έχουμε σήμερα πολλές θα έλεγα χοιροτροφικές μονάδες που έχουν δείκτες παραγωγικότητας υψηλούς, ανταγωνιστικούς των Ευρωπαϊκών. Αυτό δείχνει ίσως το λόγο που έφτασαν έως σήμερα. Έδωσαν την βαρύτητα που έπρεπε στην παραγωγικότητα.
Σήμερα σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ που είναι και τα πιο αξιόπιστα σφάζονται στην Ελλάδα 1.130.000 χοιρινά νούμερο σταθερό τα τελευταία 7 χρόνια που υπάρχουν στοιχεία (ΑΡΤΕΜΙΣ). Σε αυτό το νούμερο θα πρέπει να προστεθούν και τα χοιρινά που εξάγονται ζωντανά στην Αλβανία για το οποίο δεν έχουμε επίσημα στοιχεία για τον αριθμό τους αλλά υπολογίζουμε ότι είναι από 150-200.000 χοιρινά ετησίως. Άρα σύνολο παραγόμενων χοιρινών περίπου 1.300.000.
Ας δούμε λίγο τι έχουμε σήμερα ως κλάδος:
1. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ομοσπονδίας μας έχουμε στην Ελλάδα περίπου 60.000 χοιρ/τέρες. Ποσοστό αυτάρκειας χοιρινού κρέατος περίπου 30%.
2. Έχουμε καλό ανθρώπινο δυναμικό συνειδητοποιημένο για αυτό που κάνει που ακολουθούν σε μεγάλο ποσοστό της σύγχρονες ζωοτεχνικές μεθόδους παραγωγής προσηλωμένη στην παραγωγικότητα την ανταγωνιστικότητα και στην λογική της μεγιστοποίησης του οικονομικού οφέλους. Επίσης η κρίση των τελευταίων ετών μας έμαθε να λειτουργούμε υπό πίεση χρηματοοικονομική (κλειστές τράπεζες) αλλά και σε περιβάλλον όχι μόνο καθόλου προστατευτικό αλλά και «εχθρικό» θα έλεγε κανείς από μέρους της πολιτείας αν αναλογιστούμε την εφαρμογή του συντελεστή ΦΠΑ στα ζώντα ζώα 24%.
3. Έχουμε προμηθευτές πολύ σοβαρές εταιρείες πλέον που η φιλοσοφία τους είναι να βοηθήσουν στη βιωσιμότητα της μονάδας μέσω των προϊόντων τους και της τεχνογνωσίας που θα μεταφέρουν και όχι να τους τα αρπάξουν όπως συνέβαινε σε κάποιες περιπτώσεις ίσως στο παρελθόν.
4. Υψηλό επίπεδο παροχής κτηνιατρικών και ζωοτεχνικών υπηρεσιών. Θεωρώ πως είμαστε τυχεροί που στο κομμάτι αυτό υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα κτηνίατροι και ζωοτέχνες με τόσο υψηλό επίπεδο γνώσης αλλά και υπευθυνότητας.
5. Καλή και άμεση πληροφόρηση για τα τεκταινόμενα διεθνώς που είναι σημαντικό για να αποφασίζεις και να προσαρμόζεσαι
Ποιοι είναι οι εμπορικοί κίνδυνοι που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουμε;
Με τις παραδοσιακές χώρες παραγωγής χοιρινού έχουμε βρει μια ισορροπία. Γνωρίζουμε τα πλεονεκτήματά τους τα μειονεκτήματά τους και να ακολουθήσουμε σε κοντινή απόσταση έστω τους δείκτες παραγωγικότητας, τότε το μεταφορικό κόστος στην χώρα μας αρκεί σε εισαγωγικά για να είμαστε ανταγωνιστικοί. Τα τελευταία χρόνια όμως οι πληροφορίες λένε ότι συντελείται μεγάλη αύξηση της παραγωγής χοιρινού στις βαλκανικές χώρες που μπορεί σύντομα να γίνουν εξαγωγικές. Εδώ μιλάμε για χώρες όπου η παραγωγή χαίρει προστατευτισμού και επιδότησης το κόστος παραγωγής είναι χαμηλότερο από το δικό μας τουλάχιστον - η φορολόγηση πολύ μικρή και κυρίως στο μεταφορικό κόστος προς την χώρα μας σχεδόν μηδενικό.
Προκλήσεις που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε:
1. Σύντομα θα ψηφιστεί ή ΚΥΑ που θα εναρμονίσει την χώρα μας με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για την αναγραφή χώρας προέλευσης στο κρέας και στα προϊόντα του και πιθανόν να περιλαμβάνει και την αναγραφή της προέλευσης στην ταμειακή μηχανή κάτι που ήταν επί χρόνια η σημαία των αιτημάτων μας ως κλάδος. Αυτό θα φέρει το προϊόν πλέον επισήμως και ξεκάθαρα ενώπιον της κρίσης του καταναλωτή που δεδομένης της οικονομικής κρίσης και της διαφοράς της τιμής που μπορεί να προκύψει να τεθούμε υπό αμφισβήτηση. Δεν πρέπει να μείνουμε απλά να παροτρύνουμε τον καταναλωτή να φάει ελληνικό χοιρινό μόνο γιατί είναι ελληνικό αλλά θα πρέπει να έχουμε και άλλα επιχειρήματα.
2. Η αύξηση στην κατανάλωση του χοιρινού κρέατος που προβλέπεται διεθνώς αλλά και στην χώρα μας καθώς το χοιρινό λόγω καλής αναλογίας τιμής διατροφικής αξίας αλλά επίσης με την μεγάλη αύξηση του τουρισμού στη χώρα, μια αγορά που δεν έχουμε ως τώρα σοβαρή πρόσβαση. Το χοιρινό στην χώρα μας παραμένει το πιο δημοφιλές κρέας.
3. Τη στροφή που παρατηρείται στον καταναλωτή στα Σούπερ Μάρκετ όπου εκεί οι προμήθειες είναι πιο μεγάλες, κεντρικές, έχει ιδιαιτερότητες και δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι να υποστηρίξουμε αυτή την εξέλιξη. Την αύξηση του έτοιμου φαγητού, μια αγορά πάλι που η πρόσβαση μας είναι μικρή.
Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπόψη και δεδομένου ότι η σημερινή συγκύρια είναι καλή για το χοιρινό διεθνώς μπορούμε να κάνουμε σκέψεις και να καταθέσουμε προτάσεις για μία ανασύνταξη, ας την πούμε, στον κλάδο. Πρώτο και κυρίαρχο μέλημα θα πρέπει να είναι η συνεχής βελτίωση της παραγωγικότητας. Όπως είπαμε, είναι το μόνο που περνά από το χέρι μας - τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σημαντική εξέλιξη στο γενετικό υλικό κάτι που βοηθά πρωτίστως. Έχουμε δηλαδή το εργαλείο που χρειάζεται, στα χέρια. Άρα βελτίωση γενετικού υλικού πρωτίστως. Σύντομα θα προκηρυχθούν επενδυτικά προγράμματα για εκσυγχρονισμούς και όπως είπαμε η συγκυρία είναι θετική και θα πρέπει να βελτιώσουμε τις εγκαταστάσεις μας για να μειώσουμε τη θνησιμότητα, τα προβλήματα υγείας που προκαλούνται από κακές εγκαταστάσεις καθώς επίσης και τους δείκτες μετατρεψιμότητας. Να δούμε βέβαια και τη στάση του τραπεζικού συστήματος απέναντι στον κλάδο. Πολύ σημαντικό για την επίτευξη αυτού του στόχου θεωρώ ότι είναι η συνεχής ενημέρωση- εκπαίδευση για τον ίδιο τον παραγωγό αλλά πολύ σημαντικό θεωρώ και την εκπαίδευση του προσωπικού η οποία όσο αφορά το προσωπικό θα μπορούσε να γίνει με την μορφή σεμιναρίων. Εδώ ίσως το ΤΕΙ Λάρισας με τις υποδομές που διαθέτει αλλά και την γεωγραφική θέση ίσως θα μπορούσε να πάρει μια τέτοιου είδους πρωτοβουλία όσο αφορά την εκπαίδευση του προσωπικού.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: οι μονάδες μεγαλώνουνε και δεν είναι εφικτό ο ιδιοκτήτης να επιβλέπει συνεχώς τους υπαλλήλους. Θα πρέπει να αποκτήσουν κάποια εκπαίδευση.
Άλλο μέλημα θα πρέπει να είναι η διείσδυση σε τουριστικές αγορές και fast food που είναι μια μεγάλη και ανερχόμενη αγορά. Θα πρέπει να γίνουν υποδομές αλλά και σχήματα ίσως παραγωγών για να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες αυτής της αγοράς. Όσο αφορά τα σχήματα θα πρέπει να δοθούν κάποια κίνητρα όπως φορολογικά π.χ. για να δελεάσουν τον κόσμο. Τελευταία ακούγονται κάποιες πρωτοβουλίες που μπορεί να παρθούν από μεμονωμένες μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου και σίγουρα τις αναμένουμε με ενδιαφέρον ίσως να χαράξουν το δρόμο για άνοιγμα σε άλλες αγορές. Ο τουρισμός στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αυξάνεται συνεχώς, φέτος μάλιστα αναμένεται σύμφωνα με πληροφορίες να έχουμε νέο ρεκόρ αφίξεων - είναι μια τεράστια αγορά στην οποία προς το παρόν έχουμε ελάχιστη διείσδυση. Εδώ μέσα από μια στρατηγική προώθησης ελληνικών προϊόντων όχι μόνο ζωοκομικών, ίσως με την ανάδειξη παραδοσιακών προϊόντων και σκευασμάτων μπορεί να ανοίξουμε νέες προοπτικές για τον ευρύτερο γεωργοκτηνοτροφικό κλάδο.
Ένα θέμα επίσης που θα πρέπει να επικεντρωθούμε είναι η ποιότητα και η ασφάλεια του κρέατος που παράγουμε. Ο καταναλωτής όλο και περισσότερο αρχίζει να ασχολείται με την ποιότητα την ασφάλεια των τροφίμων που καταναλώνει, δείχνει ευαισθησία για τις μεθόδους που παράγονται αυτά μέσα από αειφόρες διαδικασίες και όσο μας αφορά εναρμονισμένες με κανόνες ευζωίας. Η ιχνηλασιμότητα είναι πλέον απαραίτητη για να μειώσουμε τον κίνδυνο σφαλμάτων η ατυχημάτων.
Θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη τι είναι αυτό που θέλει ο σύγχρονος καταναλωτής και να προσαρμόσουμε σ΄ αυτό τις μεθόδους παραγωγής αλλά και διατροφής των ζώων. Να μη βασιστούμε μόνο στον παράγοντα κόστους διατροφής. Κατόπιν να φτιάξουμε ένα εθνικό πιστοποιητικό βασισμένο και σε κανονισμούς εθνικούς η κοινοτικούς, όσο αφορά την ιχνηλασιμότητα και ασφάλεια στις μεθόδους παραγωγής, αλλά να περιλαμβάνει και ποιοτικά κριτήρια. Με τον τρόπο αυτό θα φτιάξουμε ένα προϊόν επώνυμο και θα ανταμείψουμε τον έλληνα καταναλωτή για την προτίμηση που δείχνει στα εγχώρια προϊόντα. Φυσικά εδώ η λειτουργία του μητρώου χοιροειδών και η ποιοτική κατάταξη έχουν μεγάλη σημασία.
Ένας όρος πολύ διαδεδομένος τελευταία είναι ο όρος καινοτομία - θεωρώ ότι υπάρχει περιθώριο διερεύνησης τουλάχιστον για την χρήση αρωματικών φυτών η προϊόντων π.χ. ελιάς στην διατροφή και να αναζητηθεί εάν έχουν οικονομικά οφέλη στην διατροφή των ζώων αλλά κυρίως αν προσδίδουν στο κρέας ιδιαιτερότητες στη γεύση στο άρωμα ή γιατί όχι ακόμη να έχουν και ευεργετικές ιδιότητες για την υγεία του καταναλωτή. Μ΄ αυτό τον τρόπο θα πετύχουμε την επιθυμητή διαφοροποίηση για το ελληνικό χοιρινό έναντι των εισαγόμενων και θα δώσει ενδεχομένως υπεραξία σ΄ αυτό. Αυτό όμως προϋποθέτει επιστημονική έρευνα και τεκμηρίωση.
Τέλος θα πρέπει να δώσουμε έμφαση στην ανάδειξη των πλεονεκτημάτων του ελληνικού χοιρινού, όπως π.χ. είναι η ευρεία χρήση δημητριακών καρπών που δίνουν στο κρέας μια ιδιαίτερη γεύση και άρωμα. Επίσης θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στον κόσμο τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη που προκύπτουν από την κατανάλωση ελληνικού χοιρινού και μάλιστα η χρήση αρωματικών φυτών στην διατροφή αν διαδοθεί ίσως να έχουμε και νέες προοπτικές για την φυτική παραγωγή.
Μέχρι πρόσφατα υπήρχε η άποψη στο ΥΠΑΑΤ ότι η χοιροτροφία είναι μια υπόθεση χαμένη για την Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια η Ομοσπονδία μας κατάφερε να πείσει ότι δεν είναι έτσι και ότι υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό κλάδο του πρωτογενούς τομέα και ότι έχει προοπτική για περαιτέρω ανάπτυξη. Η συγκυρία είναι καλή για ανασύνταξη. Βέβαια δεν πρέπει να σπείρουμε ενθουσιασμό αλλά με μικρά βήματα και με σωστή στρατηγική που θα βασίζεται σε όσα προανέφερα όπως η υψηλή παραγωγικότητα, ασφάλεια καταναλωτή, πιστοποίηση, διαφοροποίηση, προώθηση, θα μπορέσουμε να πάμε παρακάτω με καλύτερες προοπτικές. Έχουμε ανάγκη από την επιστημονική κοινότητα για να οργανώσει, να προτείνει, να τεκμηριώσει δράσεις που θα κάνουν το ελληνικό χοιρινό ανταγωνιστικό και επώνυμο.
[Αναδημοσίευση από www.pigfarmer.gr]