Χ. Κασίμης: «Η αυτορρύθμιση τελικά ωφελεί μόνο τους λίγους και ισχυρούς»
Related Articles
Στο άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας που πραγματοποιήθηκε στην Μπρατισλάβα της Σλοβακίας στις 13 Σεπτεμβρίου, την Ελλάδα εκπροσώπησε ο γενικός Γραμματέας Αγροτικής Πολιτικής και Διαχείρισης Κοινοτικών Πόρων Χαράλαμπος Κασίμης (στη φωτογραφία, μαζί με την προεδρεύουσα του Συμβουλίου Υπουργών Γεωργίας, Γκ. Ματίτσνα). Βασικό θέμα συζήτησης ήταν η ενίσχυση της θέσης των γεωργών στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του ΥΠΑΑΤ, στα βασικά σημεία της παρέμβασής του ο κ. Κασίμης αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στα εξής:
- «Η ΚΑΠ σήμερα παρέχει χρηματοδοτικά εργαλεία για την αυτό-οργάνωση των γεωργών προκειμένου να ενδυναμώσουν και να βελτιώσουν τη θέση τους στην αλυσίδα και να μπορούν να διαπραγματεύονται από κοινού ένα μεγαλύτερο ποσοστό της τελικής τιμής του καταναλωτή. Υπάρχουν επιπλέον οι δυνατότητες βελτίωσης στη δημιουργία Οργανώσεων Παραγωγών και άλλων συλλογικών μορφών οργάνωσης. Ο περιορισμός των διοικητικών εμποδίων και η διασφάλιση ενός σταθερού και ασφαλούς νομικού και χρηματοδοτικού πλαισίου, θα μπορούσε να αποτελέσει αυξημένο κίνητρο για τους παραγωγούς να οργανωθούν περισσότερο. Η ΚΑΠ, και ειδικότερα ο β’ πυλώνας, πρέπει να συνεχίσει να ενισχύει την προσπάθεια δημιουργίας Οργανώσεων Παραγωγών και Διεπαγγελματικών Οργανώσεων, την απευθείας πώληση προϊόντων τους στους καταναλωτές καθώς και την προσπάθεια επανατοπικοποίησης της παραγωγής. Η ταχύτητα με την οποία μεταβάλλονται οι αγορές, επιβάλλει πολύ μεγαλύτερη ευελιξία και λιγότερη γραφειοκρατία στη λήψη των αποφάσεων. Οι νέες μορφές οργάνωσης της κοινωνίας, οι συμμαχίες παραγωγών και καταναλωτών αξίζουν της προσοχής της πολιτικής».
- «Η πλήρης και αντικειμενική πληροφόρηση αποτελεί σημαντική πτυχή για την ενίσχυση της διαφάνειας της αγοράς αλλά και για τη δίκαιη κατανομή των περιθωρίων κέρδους στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων. Η διαχείριση αξιόπιστων πληροφοριών για το κόστος και τις τιμές σε όλους τους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας, για την κατανομή της προστιθέμενης αξίας και των περιθωρίων κέρδους στα διάφορα επίπεδα της αλυσίδας θα εξυπηρετήσουν σε μεγάλο βαθμό τη διαφάνεια. Η συγκρότηση των παρατηρητηρίων από την Ε.Ε. έχει αναμφίβολα ενισχύσει τη διαφάνεια».
- «Οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές έχουν αναγνωριστεί ως η βασική αιτία των προβλημάτων που βιώνει ο γεωργός στο εμπορικό μέρος διαχείρισης της παραγωγής του. Οι πρακτικές αυτές, όπως π.χ. καθυστερήσεις πληρωμών, περιορισμοί στην πρόσβαση στην αγορά, μονομερείς ή αναδρομικές αλλαγές των όρων του συμβολαίου, εναρμονισμένες πρακτικές ως προς την τιμή παραγωγού και άλλες, οδηγούν τελικά σε χαμηλότερα έσοδα από τα αναμενόμενα, ιδίως για τις επιχειρήσεις με την ασθενέστερη διαπραγματευτική ισχύ. Οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και μπορεί να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στο σύνολο της οικονομίας της Ε.Ε. καθώς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να επενδύσουν και να καινοτομήσουν, ενώ ενδέχεται να εγκαταλείψουν την επιθυμία τους για επέκταση των δραστηριοτήτων τους στην ενιαία αγορά. Η οδηγία 2005/29, έδωσε τη δυνατότητα στις εθνικές αρχές να εμποδίσουν ένα ευρύ φάσμα αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, όπως την ψευδή πληροφόρηση προς τους καταναλωτές, τη χρήση πρακτικών επιθετικού μάρκετινγκ με στόχο να επηρεάσουν τις επιλογές των καταναλωτών κλπ. Δυστυχώς όμως δεν αρκεί μόνο το θεσμικό πλαίσιο για να λύσει όλα τα προβλήματα. Ως αδύναμος κρίκος της αλυσίδας οι γεωργοί, φοβούνται ακόμα και να διεκδικήσουν το δίκιο τους, με αποτέλεσμα να έχουμε περιορισμένα αποτελέσματα κυρίως λόγω της έλλειψης σωστής επιβολής της νομοθεσίας. Έχουμε αφήσει ένα πολύ μεγάλο περιθώριο ελευθερίας στις αγορές, θεωρώντας βέβαιο ότι μπορούν να αυτορυθμίζονται. Η αυτορρύθμιση τελικά ωφελεί μόνο τους λίγους και ισχυρούς και συμπιέζει τους πολλούς και λιγότερο οργανωμένους και αδύναμους. Λόγω του μεγέθους του προβλήματος η σωστή αντιμετώπιση απαιτεί κανόνες σε επίπεδο Ε.Ε. που θα εξασφαλίζουν την ορθή λειτουργία των αγορών καθώς και δίκαιες και διαφανείς σχέσεις μεταξύ όλων των συμμετεχόντων στην αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων. Μια καλή αρχή θα μπορούσε να γίνει από τις Διεθνείς Συμφωνίες, οι οποίες θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα της διαπραγμάτευσης και να προασπίζονται και να κατοχυρώνουν όλα τα προϊόντα της ΕΕ και κυρίως αυτά που έχουν ταυτότητα και ποιότητα, τα προϊόντα γεωγραφικής ένδειξης. Τελειώνοντας, θα ήθελα να πω ότι οι εμπορικές πρακτικές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αποτελεσματικούς και ισχυρούς μηχανισμούς σε επίπεδο ενωσιακής νομοθεσίας αλλά και εθνικού δικαίου με τρόπο που να ενισχύουν την προστασία και ορθή λειτουργία της ενιαίας αγοράς».