Στις διεθνείς τιμές πρώτων υλών, στην πανδημία, στο κόστος παραγωγής και στον υψηλό ΦΠΑ αποδίδει η πλειοψηφία του καταναλωτικού κοινού τις ανατιμήσεις στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, η χώρα μας συνεχίζει να βρίσκεται σε ικανοποιητική θέση συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όσον αφορά τις τελικές τιμές λιανικής των τροφίμων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ 192 ευρωπαϊκών πόλεων: η τιμή στο φιλέτο κοτόπουλο βρίσκεται στην Αθήνα στην 72η θέση, στη Θεσσαλονίκη στην 88η, στην Πάτρα στην 95η και στο Ηράκλειο Κρήτης στην 98η ακριβότερη θέση. Όσον αφορά την τιμή στο μοσχάρι, οι ίδιες ελληνικές πόλεις βρίσκονται στην 89η, στην 113η, στην 112η, και στην 108η θέση μεταξύ 192 ευρωπαϊκών πόλεων.
Τα συμπεράσματα αυτά προέρχονται από έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών – ΙΕΛΚΑ, το οποίο εκπόνησε έκθεση για τις διεθνείς εξελίξεις σε σχέση με τις τιμές των τροφίμων κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19. Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι οι αυξητικές πιέσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών συνεχίζονται και το 2022, αλλά παράλληλα η Ελλάδα διατηρεί μία ικανοποιητική θέση σε σχέση με τους Ευρωπαϊκούς μέσους όρους στις τελικές τιμές.
Σε σχέση με τις διεθνείς τιμές πρώτων υλών, εξακολουθούν να καταγράφονται αρνητικές εξελίξεις από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO). Ο δείκτης έφτασε τον Ιανουάριο του 2022 στις 135,7 μονάδες 32% μονάδες αυξημένος σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020 και κατά 19% σε σχέση με τον Ιανουάριο 2021. Όλοι οι επιμέρους δείκτες παρουσιάζουν αυξήσεις (δημητριακά, έλαια, κρέας, γαλακτοκομικά, ζάχαρη). Συγκεκριμένα, σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, τον Ιανουάριο 2021 οι τιμές του κρέατος είναι αυξημένες κατά 17%, των γαλακτοκομικών κατά 19%, των δημητριακών κατά 12%, των ελαίων κατά 34% και της ζάχαρης κατά 20%.
Πού οφείλονται οι αυξήσεις
Οι αυξήσεις οφείλονται κυρίως στην αποδοτικότητα της παραγωγής στις μεγάλες παραγωγούς χώρες και στην αύξηση της ζήτησης από τις χώρες της Ασίας. Αρκετές από αυτές τις μεταβολές επηρεάζουν την παραγωγή τροφίμων στην Ελλάδα λόγω των εισαγόμενων πρώτων υλών, αλλά και τις εισαγωγές τελικών τροφίμων και ποτών από τις διεθνείς αγορές.
Όπως καταγράφεται στο σχήμα 2, αυτή είναι και η εικόνα που έχει η πλειοψηφία των καταναλωτών. Όπως αποτυπώνεται στην έρευνα καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο 2021, η πλειοψηφία των καταναλωτών σε ποσοστό 53% αποδίδει τις ανατιμήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, ακολουθεί η πανδημία COVID-19 με ποσοστό 32%, τα κόστη της βιομηχανικής παραγωγής με 28%, η φορολογία ΦΠΑ με 27% και τα κόστη λιανικής διάθεσης με 22%. Ιδιαίτερα έντονη είναι η μετακίνηση της γνώμης του κοινού από τον Ιούλιο του 2021 ως τον Δεκέμβριο του 2022 για την απόδοση των ανατιμήσεων από την πανδημία στις διεθνείς εξελίξεις. Τον Ιούλιο του 2021, όταν και οι ανατιμήσεις έκαναν την εμφάνιση τους, οι καταναλωτές τις απέδιδαν στην πανδημία σε ποσοστό 49%, ποσοστό που έπεσε στο 32%, ενώ αντίθετα το 36% απέδιδε τις ανατιμήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, ποσοστό που αυξήθηκε στο 53%.
Όπως καταγράφεται στον δείκτη τιμών λιανεμπορίου τροφίμων (grocery price index) στη βάση δεδομένων του numbeo (το numbeo είναι crowd-sourced global database για τιμές καταναλωτή παγκοσμίως, με στοιχεία από το 2009), ο οποίος πρακτικά αποτελεί ένδειξη σε σχέση με το επίπεδο τιμών τροφίμων και ειδών παντοπωλείου ανά χώρα συνολικά σε όλους τους τύπους σημείων πώλησης ανεξαρτήτως μεγέθους, με βάση στοιχεία των τελευταίων 12 μηνών, από τις 192 πόλεις που καταγράφονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ελληνικές που καταγράφονται βρίσκονται σε χαμηλή γενικά θέση (με εξαίρεση τα γαλακτοκομικά, το εμφιαλωμένο νερό και το κρασί).
Παράλληλα, συνολικά η Ελλάδα στον συγκεκριμένο δείκτη βρίσκεται στην 15η θέση ανάμεσα στις 26 χώρες, χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Related Articles
Στις διεθνείς τιμές πρώτων υλών, στην πανδημία, στο κόστος παραγωγής και στον υψηλό ΦΠΑ αποδίδει η πλειοψηφία του καταναλωτικού κοινού τις ανατιμήσεις στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, η χώρα μας συνεχίζει να βρίσκεται σε ικανοποιητική θέση συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όσον αφορά τις τελικές τιμές λιανικής των τροφίμων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ 192 ευρωπαϊκών πόλεων: η τιμή στο φιλέτο κοτόπουλο βρίσκεται στην Αθήνα στην 72η θέση, στη Θεσσαλονίκη στην 88η, στην Πάτρα στην 95η και στο Ηράκλειο Κρήτης στην 98η ακριβότερη θέση. Όσον αφορά την τιμή στο μοσχάρι, οι ίδιες ελληνικές πόλεις βρίσκονται στην 89η, στην 113η, στην 112η, και στην 108η θέση μεταξύ 192 ευρωπαϊκών πόλεων.
Τα συμπεράσματα αυτά προέρχονται από έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών – ΙΕΛΚΑ, το οποίο εκπόνησε έκθεση για τις διεθνείς εξελίξεις σε σχέση με τις τιμές των τροφίμων κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19. Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι οι αυξητικές πιέσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών συνεχίζονται και το 2022, αλλά παράλληλα η Ελλάδα διατηρεί μία ικανοποιητική θέση σε σχέση με τους Ευρωπαϊκούς μέσους όρους στις τελικές τιμές.
Σε σχέση με τις διεθνείς τιμές πρώτων υλών, εξακολουθούν να καταγράφονται αρνητικές εξελίξεις από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO). Ο δείκτης έφτασε τον Ιανουάριο του 2022 στις 135,7 μονάδες 32% μονάδες αυξημένος σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020 και κατά 19% σε σχέση με τον Ιανουάριο 2021. Όλοι οι επιμέρους δείκτες παρουσιάζουν αυξήσεις (δημητριακά, έλαια, κρέας, γαλακτοκομικά, ζάχαρη). Συγκεκριμένα, σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, τον Ιανουάριο 2021 οι τιμές του κρέατος είναι αυξημένες κατά 17%, των γαλακτοκομικών κατά 19%, των δημητριακών κατά 12%, των ελαίων κατά 34% και της ζάχαρης κατά 20%.
Πού οφείλονται οι αυξήσεις
Οι αυξήσεις οφείλονται κυρίως στην αποδοτικότητα της παραγωγής στις μεγάλες παραγωγούς χώρες και στην αύξηση της ζήτησης από τις χώρες της Ασίας. Αρκετές από αυτές τις μεταβολές επηρεάζουν την παραγωγή τροφίμων στην Ελλάδα λόγω των εισαγόμενων πρώτων υλών, αλλά και τις εισαγωγές τελικών τροφίμων και ποτών από τις διεθνείς αγορές.
Όπως καταγράφεται στο σχήμα 2, αυτή είναι και η εικόνα που έχει η πλειοψηφία των καταναλωτών. Όπως αποτυπώνεται στην έρευνα καταναλωτών του ΙΕΛΚΑ που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο 2021, η πλειοψηφία των καταναλωτών σε ποσοστό 53% αποδίδει τις ανατιμήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, ακολουθεί η πανδημία COVID-19 με ποσοστό 32%, τα κόστη της βιομηχανικής παραγωγής με 28%, η φορολογία ΦΠΑ με 27% και τα κόστη λιανικής διάθεσης με 22%. Ιδιαίτερα έντονη είναι η μετακίνηση της γνώμης του κοινού από τον Ιούλιο του 2021 ως τον Δεκέμβριο του 2022 για την απόδοση των ανατιμήσεων από την πανδημία στις διεθνείς εξελίξεις. Τον Ιούλιο του 2021, όταν και οι ανατιμήσεις έκαναν την εμφάνιση τους, οι καταναλωτές τις απέδιδαν στην πανδημία σε ποσοστό 49%, ποσοστό που έπεσε στο 32%, ενώ αντίθετα το 36% απέδιδε τις ανατιμήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, ποσοστό που αυξήθηκε στο 53%.
Όπως καταγράφεται στον δείκτη τιμών λιανεμπορίου τροφίμων (grocery price index) στη βάση δεδομένων του numbeo (το numbeo είναι crowd-sourced global database για τιμές καταναλωτή παγκοσμίως, με στοιχεία από το 2009), ο οποίος πρακτικά αποτελεί ένδειξη σε σχέση με το επίπεδο τιμών τροφίμων και ειδών παντοπωλείου ανά χώρα συνολικά σε όλους τους τύπους σημείων πώλησης ανεξαρτήτως μεγέθους, με βάση στοιχεία των τελευταίων 12 μηνών, από τις 192 πόλεις που καταγράφονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ελληνικές που καταγράφονται βρίσκονται σε χαμηλή γενικά θέση (με εξαίρεση τα γαλακτοκομικά, το εμφιαλωμένο νερό και το κρασί).
Παράλληλα, συνολικά η Ελλάδα στον συγκεκριμένο δείκτη βρίσκεται στην 15η θέση ανάμεσα στις 26 χώρες, χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.