ICAP: Μικρή μείωση στην αγορά αλλαντικών το 2013
Μικρή υποχώρηση κατά 1,4% της εγχώριας κατανάλωσης το 2013 σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά καταγράφει μελέτη της ICAP που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Σύμφωνα με αυτή η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών επηρέασε την κατανάλωση και στον τομέα των αλλαντικών, ενώ στασιμότητα σημειώθηκε στην αγορά κρεατοσκευασμάτων.
Η εγχώρια βιομηχανική παραγωγή αλλαντικών και κονσερβών κρέατος εμφάνισε σωρευτική μείωση της τάξεως του 7% την τελευταία εξαετία. Από το σύνολο των εταιρειών του κλάδου οι 9 κορυφαίες βιομηχανίες αλλαντικών συγκεντρώνουν ποσοστό της τάξης του 80% της συνολικής παραγωγής. Σχεδόν το 50% της παραγωγής αφορά λουκάνικα, σαλάμια και παρόμοια προϊόντα, ενώ αξιόλογη ανάπτυξη είχαν τα αλλαντικά από κρέας γαλοπούλας. Το εμπορικό ισοζύγιο παρέμεινε ελλειμματικό την τελευταία δεκαετία. Οι εισαγωγές αλλαντικών περιορίστηκαν το 2012.
Η διευθύντρια Οικονομικών και Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, Σταματίνα Παντελαίου σημειώνει σχετικά με τις εξελίξεις της συγκεκριμένης αγοράς: «Το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς αλλαντικών κινήθηκε ελαφρά ανοδικά την περίοδο 2004-2009, ενώ την τελευταία τετραετία υπάρχει πτωτική τάση. Το 2013 η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση υποχώρησε κατά 1,4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η εισαγωγική διείσδυση ήταν της τάξης του 19%-20%, ο δε βαθμός εξαγωγικής επίδοσης ήταν μόλις 5%. Η εγχώρια αγορά κρεατοσκευασμάτων παρουσιάζει σχετική στασιμότητα την περίοδο 2011-2013 με οριακή μόνο μεταβολή».
Όπως σημειώνεται στη μελέτη, η ελληνική αγορά των αλλαντικών και κρεατοσκευασμάτων περιλαμβάνει λίγες, μεγάλου μεγέθους βιομηχανίες και ένα πλήθος επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους, που δραστηριοποιούνται κυρίως σε τοπική κλίμακα. Εν τούτοις, ο βαθμός συγκέντρωσης στον τομέα των αλλαντικών είναι σχετικά υψηλός, καθώς οι πέντε μεγαλύτερες βιομηχανίες συγκεντρώνουν ποσοστό μεγαλύτερο του 50%.
Σύμφωνα με την ICAP, οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις του κλάδου διαθέτουν εδραιωμένα εμπορικά σήματα προϊόντων, ενώ παράλληλα διατηρούν εκτεταμένα δίκτυα διανομής που καλύπτουν σχεδόν το σύνολο της χώρας. Αντίθετα, οι μικρού μεγέθους επιχειρήσεις προμηθεύουν κυρίως την τοπική αγορά όπου εδρεύουν ή τις αγορές των γειτονικών νομών. Η διάθεση των αλλαντικών καλύπτεται σε ένα ποσοστό της τάξεως του 60% μέσω σούπερ μάρκετ, σε ένα ποσοστό της τάξεως του 20% μέσω επιχειρήσεων catering, το δε υπόλοιπο μοιράζεται σε όλα τα υπόλοιπα δίκτυα διανομής.
Στα πλαίσια της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 27 παραγωγικών επιχειρήσεων, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2011 και 2012.
Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού σημείωσε μικρή μείωση (1,1%), ωστόσο τα συνολικά ίδια κεφάλαια περιορίστηκαν σημαντικά, κατά 8,6%. Οι πωλήσεις των 27 επιχειρήσεων παρέμειναν στάσιμες το 2011/2012, ενώ ελαφρά χαμηλότερα ήταν τα αντίστοιχα μικτά κέρδη. Το τελικό αποτέλεσμα παρέμεινε ζημιογόνο, όμως οι ζημίες περιορίστηκαν κατά 21,5%. Τα κέρδη EBITDA εμφάνισαν σημαντική βελτίωση το τελευταίο έτος.
Από τις 27 επιχειρήσεις του δείγματος, οι 15 ήταν κερδοφόρες το 2012