Οι παραγωγοί της Φυλής Χολστάιν εκπέμπουν SOS για την επιβίωσή τους
Related Articles
Οι τιμές του γάλακτος που αγοράζουν οι καταναλωτές μπορεί να είναι ψηλές, αλλά δεν φτάνουν ποτέ, αντίστοιχα, στους παραγωγούς αφενός και αφετέρου, σύμφωνα με ανακοίνωση εκπροσώπων της Ένωσης Φυλής Χολστάϊν Ελλλάδας από την πληρωμή του γάλακτος παραγωγής Δεκεμβρίου 2022 πραγματοποιείται από τις γαλακτοβιομηχανίες μία μείωση της προσφερόμενης τιμής του γάλακτος στον παραγωγό.
Εύλογη η ανησυχία τους, μια που η βιωσιμότητα των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας βρίσκεται σε οριακό σημείο, αφού βασικοί τομείς της παραγωγής (ενέργεια, φάρμακα, απολυμαντικά, ζωοτροφές κ.λπ) είχαν πάρει την ανιούσα αρκετά πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο πρόεδρος της Ε.Φ.Χ.Ε., Ηλίας Κοτόπουλος: «Η αύξηση της τιμής έγινε βασανιστικά αργά, μέχρι να φτάσει στα επίπεδα, που ήταν μέχρι και τον Δεκέμβρη. Επίπεδα δηλαδή που επέτρεπαν την επιβίωση των μονάδων, όσων φυσικά άντεξαν όλον αυτό τον Γολγοθά και κατάφεραν να κρατηθούν στην αγορά.
Χωρίς αποκλιμάκωση βέβαια στις υψηλές τιμές κόστους για την παραγωγή, οι οποίες ήρθαν για να μείνουν απ’ ό,τι φαίνεται, αρχίζει μία μείωση τιμών η οποία πολύ φοβούμαστε μην οδηγήσει πάλι στο γνωστό “ζούμε – πεθαίνουμε”.
Πού οφείλεται η μείωση των τιμών;
Οι γαλακτοβιομηχανίες, ως επί το πλείστον, επικαλούνται μείωση της κατανάλωσης. Επίσης, λένε ότι θα ομαλοποιηθεί η κατάσταση με τις τιμές των ζωοτροφών και της ενέργειας.
Ως προς το πρώτο έχουν δίκιο. Ως προς το δεύτερο προφανώς έχουν μαντικές ικανότητες. Γεγονός όμως είναι ότι οι τιμές στα βασικά είδη των ζωοτροφών (ενσίρωμα, καλαμπόκι, σιτηρά), τουλάχιστον μέχρι το Σεπτέμβριο του 2023, δεν πρόκειται να μειωθούν για τους παραγωγούς, διότι οι προμήθειες έγιναν όλο αυτό το διάστημα στις ιδιαίτερα υψηλές τιμές που υπάρχουν σήμερα.
Ως προς την πτώση της κατανάλωσης είναι ένα τεράστιο ζήτημα, το οποίο έχει πολλές παραμέτρους. Δεν είναι ένα απλό ζήτημα προσθαφαίρεσης. Δεν είναι πρόθεσή μας να αναλύσουμε όλες αυτές τις παραμέτρους στο παρόν κείμενο. Ούτε το πρόβλημα της εγχώριας παραγωγής μπορούμε να το βλέπουμε σαν μια διαφορά παραγωγών – εργοστασίων.
Αυτό βέβαια, αν ήταν έτσι, θα βόλευε προφανώς την πολιτεία της οποίας από ό,τι θυμόμαστε (ίσως και να κάνουμε λάθος) η τελευταία ουσιαστική παρέμβαση ήταν απ’ τον κ. Αποστόλου με την ΚΥΑ που αφορούσε το ελληνικό γιαούρτι, την οποία εμείς την ονομάζουμε «ό,τι να ’ναι κι όπου να ’ναι».
Έκτοτε ο κ. Μάκης Βορίδης, όταν ήταν επικεφαλής στο ΥΠΠΑΤ, για να δεχθεί να συναντήσει το προεδρείο της ΕΦΧΕ (της μοναδικής επιστημονικής οργάνωσης τήρησης γενεαλογικών βιβλίων κι αναγνωρισμένης από όλους τους διεθνής οργανισμούς σχετικούς με τον κλάδο) ρωτούσε αν εκπροσωπούμε το 30% των Ελλήνων παραγωγών.
Στη συνέχεια έγινε μια συνάντηση με τον διάδοχό του κ. Σπήλιο Λιβανό με πολλές υποσχέσεις κι έκτοτε ο νυν υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης δεν έχει χρόνο, ούτε κι ενδιαφέρον φυσικά, να συναντήσει το προεδρείο της ΕΦΧΕ. Άραγε που αφιερώνει τον χρόνο του, ο αρμόδιος για την ελληνική κτηνοτροφία, υπουργός;
Γιατί όταν η πολιτεία δεν ενδιαφέρεται να σ’ ακούσει, δεν ενδιαφέρεται να θεσμοθετήσει, δεν ενδιαφέρεται για τον καθορισμό των προϊόντων για την προστασία του καταναλωτή, να γιατί εντέχνως, θέλουμε να πιστεύουμε, μεταφέρεται το πρόβλημα εκεί που βολεύει, δηλαδή ανάμεσα στα εργοστάσια και τους παραγωγούς.
Διότι οι νόμοι της αγοράς είναι σκληροί και αδυσώπητοι. Τα εργοστάσια δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά μόνο αυτό που θα κάναμε κατά πάσα πιθανότητα και εμείς στη θέση τους. Δηλαδή ολοκλήρωσαν τα αποθέματά τους, η Γερμανία κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες (οι περισσότερες απ’ αυτές ανά διετία αναπληρώνουν τα αποθέματα, που έχουν σε γάλα και σε κρέας ή τ’ αυξάνουν σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή) και ρίχνουν την τιμή του συμπυκνώματος;
Ν’ αναφέρουμε βέβαια ότι μειώνουν την τιμή του συμπυκνώματος τη στιγμή που η τιμή του γάλακτος στον παραγωγό στις χώρες αυτές παραμένει ιδιαίτερα υψηλή. Το πώς γίνεται βέβαια αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.
Άρα λοιπόν αμέσως οι ελληνικές βιομηχανίες έχουν γάλα σε περίσσεια γιατί μειώθηκε η κατανάλωση (αλήθεια).
Ποιο γάλα όμως περισσεύει; Μα φυσικά το ελληνικό. Γιατί; Γιατί με την υφιστάμενη νομοθεσία τα περισσότερα γαλακτοκομικά προϊόντα δεν απαιτούν φρέσκο γάλα.
Άρα δεν απαιτούν εγχώρια παραγωγή. Επομένως, γίνεται κατανοητό σε όλους ότι προτιμούν την χρήση του φθηνότερου συμπυκνώματος, ασχέτως αν η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στο φρέσκο γάλα και στο συμπύκνωμα είναι τεράστια.
Έτσι, λοιπόν, εάν η πολιτεία ενδιαφέρεται πραγματικά γι’ αυτόν τον κλάδο του οποίου την επιστημονική οργάνωση ο κ. υπουργός συστηματικά αγνοεί, κι αν πιστεύει ότι η ανάπτυξη του θα βοηθήσει πέρα από την διατροφική επάρκεια της χώρας, που είναι πολύ σημαντική στη μείωση του αυξημένου κατά 50% περίπου, σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, ας θεσμοθετήσει μέτρα.
Ας συγκαλέσει έστω και την ύστατη ώρα μια συνδιάσκεψη πολιτείας-παραγωγών- γαλακτοβιομηχανιών-markets και εκπροσώπων των καταναλωτών (markets διότι αυτά είναι που παίζουν τεράστιο ρόλο στην αγορά και επίσης στο μπέρδεμα και στην παραπλάνηση του καταναλωτή).
Ευελπιστούμε η έκκλησή μας, έστω και τώρα, να ληφθεί υπόψη.
Υ.Γ. Η αλήθεια είναι ότι όταν, κατά την περίοδο της πανδημίας και της καραντίνας, οι πωλήσεις των εργοστασίων είχαν εκτοξευθεί, δεν θυμόμαστε να υπήρξε ευαισθησία στο να δώσουν, έστω μία υποτυπώδη αύξηση κάποιων σεντς στους παραγωγούς. Κι αυτό ενώ οι παραγωγοί δούλευαν καθημερινά κάτω από πολύ δύσκολες και σκληρές συνθήκες διακινδυνεύοντας τα πάντα σε περίπτωση που ο Covid-19 εισχωρούσε στους ανθρώπους της μονάδας τους».