Το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ με τίτλο «Η κρίση κόστους ζωής στην Ελλάδα», καταγράφει την εξέλιξη της ακρίβειας στη χώρα μας, της οικονομικής ανισότητας, τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και τις επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών στη σύγχρονη συγκυρία. Επίσης, μέσα από την έρευνα υποστηρίζονται μια σειρά από απαραίτητες παρεμβάσεις, οι οποίες στοχεύουν στην προστασία της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ φτάνει έως και το 40%, ενώ επισημαίνεται και η ένταση των ανισοτήτων εξαιτίας του κόστους ζωής η οποία συνδέεται με την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης, το κύμα της ακρίβειας σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής διαβίωσης επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη των μισθωτών και στο βιοτικό τους επίπεδο. Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 19%, αλλά όπως σημειώνει, δεδομένου ότι το ύψος του κατώτατου μισθού στη χώρα μας είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, γίνεται αντιληπτό ότι η ακρίβεια έχει συρρικνώσει το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών και των οικογενειών τους.
«H πορεία του πληθωρισμού αποτελεί πλέον την πιο σημαντική εστία αστάθειας της ελληνικής οικονομίας, με σοβαρές συνέπειες. Ενδογενείς και εξωγενείς αιτίες τροφοδοτούν την κλιμάκωση του πληθωρισμού, αυξάνοντας την αβεβαιότητα των προοπτικών της οικονομίας και επιδεινώνοντας τις συνθήκες διαβίωσης», αναφέρει η έκθεση.
Τα χαμηλά εισοδήματα πλήττονται περισσότερο
Η κατάσταση είναι δραματική κυρίως για τα χαμηλά έως πολύ χαμηλά εισοδήματα. Όπως διαπιστώνεται, ο συνδυασμός αύξησης των τιμών κυρίως σε βασικά αγαθά, όπως είναι η ενέργεια και τα τρόφιμα, και τα πολύ χαμηλά εισοδήματα εκτινάσσουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ έως και 40%.
Υψηλή, από 9% έως 14% είναι η απώλεια αγοραστικής δύναμης και το αμέσως επόμενο εισοδηματικό κλιμάκιο (751-1.100 ευρώ), αν και σημαντικά πιο περιορισμένη σε σχέση με το φτωχότερο εισοδηματικό κλιμάκιο, παρ’ ότι η μέση κατανάλωση είναι αρκετά υψηλότερη.
Στα υπόλοιπα εισοδηματικά κλιμάκια η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι χαμηλότερη του 11% και μειώνεται όσο αυξάνεται το επίπεδο του εισοδήματος. Εξαίρεση αποτελούν τα μηνιαία εισοδήματα που είναι μεγαλύτερα των 3.500 ευρώ, των οποίων η απώλεια αγοραστικής δύναμης μπορεί και να ξεπερνάει την αντίστοιχη του αμέσως προηγούμενου κλιμακίου (2.801-3.500 ευρώ), επειδή η κατανάλωση στο υψηλότερο κλιμάκιο είναι πολύ μεγαλύτερη του προηγούμενου.
Με την κατάσταση να επιδεινώνεται λόγω της μείωσης και του μέσου μισθού, τόσο σε ονομαστικούς όσο και πραγματικούς όρους. Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το α' τρίμηνο του 2022, ο ονομαστικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά περίπου 4,5%, ενώ η μείωση του πραγματικού μέσου μισθού άγγιξε το 12%. Η μείωση του μέσου μισθού εξασθενεί τη ροπή της κοινωνίας προς κατανάλωση και αναδεικνύει το χαμηλό επίπεδο προστασίας της εργασίας από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και την υποβάθμιση της ευημερίας των εργαζομένων.
Επίσης, από τα στοιχεία παρατηρείται αξιοσημείωτη διαφοροποίηση της διάρθρωσης της δαπάνης μεταξύ των νοικοκυριών ανάλογα με το αν τα αγαθά και οι υπηρεσίες που καταναλώνουν είναι πρώτης ανάγκης ή όχι.
Για τα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο εισοδηματικό πεμπτημόριο, οι δαπάνες στην ομάδα «στέγαση» αντιπροσωπεύουν το 38,6% της συνολικής κατανάλωσής τους, έναντι 28,7% των πλουσιότερων νοικοκυριών.
Αντίστοιχα, οι δαπάνες στην ομάδα «τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά» αντιπροσωπεύουν το 22,2% της κατανάλωσης των φτωχότερων νοικοκυριών, έναντι 17,6% των πλουσιοτέρων.
Υψηλότερο ποσοστό κατανάλωσης έναντι εκείνου των πιο πλούσιων νοικοκυριών έχουν τα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο εισοδηματικό κλιμάκιο και για αγαθά και υπηρεσίες που εντάσσονται στις κατηγορίες «αλκοολούχα ποτά και καπνός» και «επικοινωνία».
Όσον αφορά τους οικιακούς καταναλωτές όσο και τους μη οικιακούς, η Ελλάδα κατέγραψε τις υψηλότερες προ δημοσιονομικής παρέμβασης τιμές στην ΕΕ. Η τιμή μετά τη δημοσιονομική παρέμβαση παραμένει υψηλή στην περίπτωση των μη οικιακών καταναλωτών. Η υψηλή τιμή της ενέργειας στην Ελλάδα οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις αγοραίες ιδιαιτερότητες του ελληνικού χρηματιστηρίου ενέργειας και στη βαρύτητα του φυσικού αερίου για την τελική διαμόρφωση της τιμής της ενέργειας και στα πολύ υψηλά ενδιάμεσα κόστη.
Η Ελλάδα είχε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. όσον αφορά την επιβάρυνση των νοικοκυριών, που ξεπερνούσε το 6% του μηνιαίου διαθέσιμου εισοδήματος σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Όσον αφορά την αντίστοιχη επιβάρυνση από τον μηνιαίο λογαριασμό φυσικού αερίου, η Ελλάδα κατέγραψε την τρίτη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε., με το κόστος να είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα (13,4% σε μονάδες αγοραστικής δύναμης).
Related Articles
Το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ με τίτλο «Η κρίση κόστους ζωής στην Ελλάδα», καταγράφει την εξέλιξη της ακρίβειας στη χώρα μας, της οικονομικής ανισότητας, τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και τις επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών στη σύγχρονη συγκυρία. Επίσης, μέσα από την έρευνα υποστηρίζονται μια σειρά από απαραίτητες παρεμβάσεις, οι οποίες στοχεύουν στην προστασία της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ φτάνει έως και το 40%, ενώ επισημαίνεται και η ένταση των ανισοτήτων εξαιτίας του κόστους ζωής η οποία συνδέεται με την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης, το κύμα της ακρίβειας σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής διαβίωσης επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη των μισθωτών και στο βιοτικό τους επίπεδο. Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 19%, αλλά όπως σημειώνει, δεδομένου ότι το ύψος του κατώτατου μισθού στη χώρα μας είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, γίνεται αντιληπτό ότι η ακρίβεια έχει συρρικνώσει το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών και των οικογενειών τους.
«H πορεία του πληθωρισμού αποτελεί πλέον την πιο σημαντική εστία αστάθειας της ελληνικής οικονομίας, με σοβαρές συνέπειες. Ενδογενείς και εξωγενείς αιτίες τροφοδοτούν την κλιμάκωση του πληθωρισμού, αυξάνοντας την αβεβαιότητα των προοπτικών της οικονομίας και επιδεινώνοντας τις συνθήκες διαβίωσης», αναφέρει η έκθεση.
Τα χαμηλά εισοδήματα πλήττονται περισσότερο
Η κατάσταση είναι δραματική κυρίως για τα χαμηλά έως πολύ χαμηλά εισοδήματα. Όπως διαπιστώνεται, ο συνδυασμός αύξησης των τιμών κυρίως σε βασικά αγαθά, όπως είναι η ενέργεια και τα τρόφιμα, και τα πολύ χαμηλά εισοδήματα εκτινάσσουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ έως και 40%.
Υψηλή, από 9% έως 14% είναι η απώλεια αγοραστικής δύναμης και το αμέσως επόμενο εισοδηματικό κλιμάκιο (751-1.100 ευρώ), αν και σημαντικά πιο περιορισμένη σε σχέση με το φτωχότερο εισοδηματικό κλιμάκιο, παρ’ ότι η μέση κατανάλωση είναι αρκετά υψηλότερη.
Στα υπόλοιπα εισοδηματικά κλιμάκια η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι χαμηλότερη του 11% και μειώνεται όσο αυξάνεται το επίπεδο του εισοδήματος. Εξαίρεση αποτελούν τα μηνιαία εισοδήματα που είναι μεγαλύτερα των 3.500 ευρώ, των οποίων η απώλεια αγοραστικής δύναμης μπορεί και να ξεπερνάει την αντίστοιχη του αμέσως προηγούμενου κλιμακίου (2.801-3.500 ευρώ), επειδή η κατανάλωση στο υψηλότερο κλιμάκιο είναι πολύ μεγαλύτερη του προηγούμενου.
Με την κατάσταση να επιδεινώνεται λόγω της μείωσης και του μέσου μισθού, τόσο σε ονομαστικούς όσο και πραγματικούς όρους. Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το α' τρίμηνο του 2022, ο ονομαστικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά περίπου 4,5%, ενώ η μείωση του πραγματικού μέσου μισθού άγγιξε το 12%. Η μείωση του μέσου μισθού εξασθενεί τη ροπή της κοινωνίας προς κατανάλωση και αναδεικνύει το χαμηλό επίπεδο προστασίας της εργασίας από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και την υποβάθμιση της ευημερίας των εργαζομένων.
Επίσης, από τα στοιχεία παρατηρείται αξιοσημείωτη διαφοροποίηση της διάρθρωσης της δαπάνης μεταξύ των νοικοκυριών ανάλογα με το αν τα αγαθά και οι υπηρεσίες που καταναλώνουν είναι πρώτης ανάγκης ή όχι.
Για τα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο εισοδηματικό πεμπτημόριο, οι δαπάνες στην ομάδα «στέγαση» αντιπροσωπεύουν το 38,6% της συνολικής κατανάλωσής τους, έναντι 28,7% των πλουσιότερων νοικοκυριών.
Αντίστοιχα, οι δαπάνες στην ομάδα «τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά» αντιπροσωπεύουν το 22,2% της κατανάλωσης των φτωχότερων νοικοκυριών, έναντι 17,6% των πλουσιοτέρων.
Υψηλότερο ποσοστό κατανάλωσης έναντι εκείνου των πιο πλούσιων νοικοκυριών έχουν τα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο εισοδηματικό κλιμάκιο και για αγαθά και υπηρεσίες που εντάσσονται στις κατηγορίες «αλκοολούχα ποτά και καπνός» και «επικοινωνία».
Όσον αφορά τους οικιακούς καταναλωτές όσο και τους μη οικιακούς, η Ελλάδα κατέγραψε τις υψηλότερες προ δημοσιονομικής παρέμβασης τιμές στην ΕΕ. Η τιμή μετά τη δημοσιονομική παρέμβαση παραμένει υψηλή στην περίπτωση των μη οικιακών καταναλωτών. Η υψηλή τιμή της ενέργειας στην Ελλάδα οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις αγοραίες ιδιαιτερότητες του ελληνικού χρηματιστηρίου ενέργειας και στη βαρύτητα του φυσικού αερίου για την τελική διαμόρφωση της τιμής της ενέργειας και στα πολύ υψηλά ενδιάμεσα κόστη.
Η Ελλάδα είχε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. όσον αφορά την επιβάρυνση των νοικοκυριών, που ξεπερνούσε το 6% του μηνιαίου διαθέσιμου εισοδήματος σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Όσον αφορά την αντίστοιχη επιβάρυνση από τον μηνιαίο λογαριασμό φυσικού αερίου, η Ελλάδα κατέγραψε την τρίτη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε., με το κόστος να είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα (13,4% σε μονάδες αγοραστικής δύναμης).