Ενδοεπιστημονικός διάλογος για τη διατήρηση των σπάνιων φυλών
Related Articles
Μια πολύ σοβαρή συζήτηση έχει ανοίξει γύρω από την υπόθεση των σπάνιων αυτόχθονων φυλών, με αφορμή την υπόθεση της θανάτωσης του τελευταίου κοπαδιού της φυλής Ρουμλουκίου λόγω εμφάνισης ευλογιάς.
Όπως αναφέρεται σε δημοσιεύματα εφημερίδων, ο καθηγητής κτηνιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιώργος Αρσένος, με επιστολή του στον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Κώστα Τσιάρα, επισημαίνει ότι σε καμία επιστημονική βάση δεν υπάρχουν στοιχεία που να πιστοποιούν την ύπαρξη αυτής της φυλής. Μάλιστα, ο κ. Αρσένος ζητά από το υπουργείο να επικαιροποιηθούν οι βάσεις δεδομένων των αυτόχθονων φυλών και καταλήγει με την επισήμανση ότι πρέπει να επανεξεταστεί το σύστημα επιδοτήσεων ώστε να διασφαλίζεται ότι οι ενισχύσεις χορηγούνται βάσει επιστημονικά αποδεδειγμένης ύπαρξης και διακριτότητας της κάθε φυλής.
Στον αντίποδα αυτής της άποψης, βρίσκεται η ανακοίνωση που εξέδωσε η Διευθύντρια Έρευνων (γενετική βελτίωση αγροτικών ζώων) του Ινστιτούτου Κτηνιατρικών Ερευνών του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Δρ Χριστίνα Λίγδα, η οποία ζητά να εντοπιστούν τα κενά, να ενισχυθούν οι μηχανισμοί καταγραφής και συντονισμού, και να δρομολογηθούν δράσεις όπως θεσμοθέτητηση και οργάνωση Τράπεζας Ζωικού Γενετικού Υλικού.
Να επανεξεταστούν οι επιδοτήσεις των αυτόχθονων
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, στην επιστολή του ο κ. Αρσένος αναφέρει:
«Διερεύνησα το θέμα της "φυλής Ρουμουλκίου" σε όλες τις διαθέσιμες βάσεις δεδομένων που έχω απο έρευνες στο γενετικό χαρακτηρισμό ελληνικών φυλών πρόβάτων και αιγών για τα τελευταία 25 χρόνια. Στη συνέχεια διερεύνησα όλη τη διαθέσιμη επιστημονική βιβλιογραφία σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά που αφορούν γενετικές μελέτες σε ελληνικές φυλές προβάτων. Σε καμία διαθέσιμη επιστημονική πηγή δεν βρήκα πληροφορίες που να πιστοποιούν την ύπαρξη αυτής της φυλής η οποία να βασίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα δηλαδή γενετικά (μεμονωμένο microsatellite / mtDNA / SNP ή WGS study που να αναφέρεται στη φυλή αυτή)
»Επομένως, η "φυλή" αυτή πιθανότερα βασίζεται σε καθαρά υποκειμενική εκτίμηση και εμφανώς έχει λάβει σχετική βεβαίωση από το Κέντρο Γενετικής Βελτίωσης Νέας Μεσήμβριας που έχει την ευθύνη για τη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Η βεβαίωση αυτή πιθανόν να είναι αρκετή για τις ανάγκες του ΥΠΑΑΤ για καταβολή επιδοτήσεων για "σπάνιες φυλές", αλλά επιστημονικά δεν στέκει. Για να αποδεχτούμε σε επιστημονική βάση την ύπαρξη της φυλής πρέπει να μας δοθούν για έλεγχο τα γενετικά δεδομένα (DNA analysis) ώστε να ελεχθεί αν το γενετικό προφίλ των ζώων αυτού του κτηνοτρόφου «ομαδοποιείται» και αν διαφέρει από άλλες εγχώριες φυλές».
Επιτακτική ανάγκη η ενίσχυση της Εθνικής Στρατηγικής για τους Ζωικούς Γενετικούς Πόρους
Σε επιστολή που λάβαμε από την Δρ Χριστίνα Λίγδα, αναφέρεται:
Οι τοπικές φυλές έχουν στρατηγική σημασία για την πρωτογενή παραγωγή, καθώς περιλαμβάνουν τις υφιστάμενες φυλές και ταυτόχρονα αποτελούν τη βάση για τη βελτίωση και ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Η ποικιλομορφία τους επιτρέπει την επιλογή των κατάλληλων φυλών ή την ανάπτυξη νέων τύπων που να ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Οι εγχώριες φυλές αποτελούν ζωντανή έκφραση της πολιτισμικής και αγροτικής μας κληρονομιάς, είναι προσαρμοσμένες στο περιβάλλον και τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών. Η απώλειά τους δεν σημαίνει μόνο γενετική φτωχοποίηση, αλλά και υπονόμευση της ανθεκτικότητας και βιωσιμότητας της κτηνοτροφίας.
Η συστηματική καταγραφή, η παρακολούθηση (γενεαλογικά βιβλία) και η επιστημονική μελέτη των φυλών αυτών είναι θεμελιώδεις στρατηγικές για την επιβίωση και την αναβίωση φυλών που απειλούνται ή έχουν ήδη θεωρηθεί εξαφανισμένες. Η φαινοτυπική τεκμηρίωση αποτελεί βασική διαδικασία για την καταγραφή και ανάλυση των χαρακτηριστικών μιας φυλής. Η γενετική τεκμηρίωση με σύγχρονες μοριακές μεθόδους (SNPs, μικροδορυφόρους, αλληλούχιση DNA,…), αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την κατανόηση της γενετικής δομής, της συγγένειας και της ποικιλομορφίας μιας φυλής, συμπληρώνοντας το φαινοτυπικό χαρακτηρισμό και συμβάλλουν στη διαχείριση πληθυσμών.
Επομένως, η δημιουργία του προφίλ μιας φυλής προκύπτει από την ολοκληρωμένη ανάλυση φαινοτυπικών και γενετικών χαρακτηριστικών, συνδυάζοντας δεδομένα για την ακριβή περιγραφή και επιστημονική αναγνώριση κάθε φυλής. Η μελέτη της γενετικής βάσης και η αξιολόγηση της επίδρασης των γονιδίων βοηθούν στην επιλογή ζώων για αναπαραγωγή, ενώ το προφίλ αυτό διευκολύνει τη διατήρηση και εμπορική αξιοποίηση των προϊόντων της φυλής σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Οι διεθνείς οργανισμοί, όπως ο FAO, το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Τεκμηρίωσης (ERFP) και το Κέντρο Αναφοράς της ΕΕ για τις απειλούμενες φυλές (ERC-EAB) στο πλαίσιο του ρόλου τους διαμορφώνουν συστάσεις για την αποτελεσματική διαχείριση των
ζωικών γενετικών πόρων (χαρακτηρισμό, τεκμηρίωση, διατήρηση). Η πιστοποίηση και επίσημη αναγνώριση των φυλών με βάση τις διεθνείς συστάσεις και τους σχετικούς κανονισμούς της ΕΕ (Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1012), είναι ευθύνη της κάθε χώρας, στην περίπτωση της Ελλάδας αρμόδια αρχή είναι το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και η Δνση Ζωικών Γενετικών Πόρων.
Η φυλή Ρουμλουκίου αναφέρεται στη βιβλιογραφία (Χατζηόλος, 1940, Δημητριάδης, 1956, Καραντούνιας, 1968, Χατζημηνάογλου, 2001) και καταγράφεται στη δεκαετία του 1990 ως εξαφανισμένη (μετά τις εκτεταμένες και ανεξέλεγκτες διασταυρώσεις από τη δεκαετία του 1960). Αυτό πρακτικά μπορεί να σημαίνει ότι υπήρχαν διάσπαρτα άτομα με τον φαινότυπο της φυλής, τα οποία διατηρούσαν κτηνοτρόφοι και εντοπίστηκαν. Σταδιακά δημιουργήθηκε το κοπάδι με παρακολούθηση και οδηγίες από το Κέντρο ΖΓΠ Νέας Μεσήμβριας. Παράλληλα, έπρεπε να προγραμματισθούν συμπληρωματικές ενέργειες (διατήρησης ex situ), γιατί το ένα κοπάδι δεν διασφαλίζει τη διατήρηση της φυλής, όχι μόνο για λόγους γενετικής (ομομειξία και μειωμένη γενετική παραλλακτικότητα), αλλά και για κοινωνικούς λόγους (ενδεχόμενη εγκατάλειψη του επαγγέλματος) ή έκτακτα γεγονότα (πλημμύρες, ασθένειες). Η απάντηση στο γιατί δεν προχώρησαν ακόμη αυτές οι δράσεις, βρίσκεται στην πολυδιάσπαση, τον κατακερματισμό αρμοδιοτήτων και την αποδυνάμωση δημόσιων υποδομών.
Η συγκυρία της ευλογιάς καθιστά επιτακτική την αξιολόγηση της οργανωτικής ετοιμότητας της χώρας για την προστασία των εγχώριων φυλών. Πρέπει να εντοπιστούν τα κενά, να ενισχυθούν οι μηχανισμοί καταγραφής και συντονισμού, και να δρομολογηθούν δράσεις όπως θεσμοθέτητηση και οργάνωση Τράπεζας Ζωικού Γενετικού Υλικού. Απαιτείται μακροχρόνια δέσμευση και σταθερή χρηματοδότηση δράσεων ενταγμένων σε μια Εθνική Στρατηγική για τη διαχείριση των Ζωικών Γενετικών Πόρων.
Η καταγραφή, ο χαρακτηρισμός, η παρακολούθηση και η επιστημονική μελέτη των φυλών αγροτικών ζώων αποτελούν αναγκαίες και αλληλοσυμπληρούμενες στρατηγικές για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, την ενίσχυση της αγροτικής οικονομίας και τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς. Απαιτείται ενίσχυση των υπηρεσιών και υποδομών του ΥπΑΑΤ και των φορέων του για την ουσιαστική επιστημονική και τεχνική στήριξη των κτηνοτρόφων, την αντιμετώπιση ζητημάτων που αφορούν στους μηχανισμούς καταγραφής δεδομένων και ενοποίησης των σχετικών βάσεων, στη στήριξη των ενώσεων των εκτροφέων και στη συντονισμένη αξιοποίηση σύγχρονων τεχνολογιών της γενετικής και της αναπαραγωγής.








